Μια βροχερή μέρα του Ιουνίου,και ώρα 07:00,η Μαίρη Μάργκαρετ έχει ξυπνήσει και ετοιμάζεται να πάει στο δάσος για τρέξιμο..Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο..Της φαίνεται περίεργο λόγω της ώρας και από ανησυχία και μόνο το σηκώνει..Είναι ένας αστυνομικός από το αστυνομικό τμήμα της Βοστόνης.
Μαίρη Μ.:Παρακαλώ;
Αστυνομικός:Καλημέρα σας.
Μαίρη Μ.:Καλημέρα..Ποιος είναι;
Αστυνομικός:Είμαι ο κύριος Σμιθ και τηλεφωνώ από το αστυνομικό τμήμα της Βοστόνης..Συγγνώμη που σας καλώ τόσο νωρίς,αλλά θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Νόλαν.
Μαίρη Μ.:*σιωπηλή*
Αστυνομικός: Με ακούτε;
Μαίρη Μ.:Εε..Ναι..Συγγνώμη..Ο κύριος Νόλαν αυτή τη στιγμή είναι απασχολημένος..Μπορώ να σας βοηθήσω εγώ σε κάτι;Είμαι η σύζυγος του.
Αστυνομικός:Μπορείτε να μου πείτε το τηλέφωνό του ώστε να επικοινωνήσω μαζί του;Πρόκειτε για κάτι πολύ σοβαρό.
Μαίρη Μ.:*ανήσυχη*..Δυστυχώς το κινητό του είναι εδώ και εκείνος απουσιάζει..Πείτε μου σας παρακαλώ τι συμβαίνει γιατί με έχετε τρομάξει.
Αστυνομικός:Σας παρακαλώ όταν επιστρέψει πείτε του να έρθει από το αστυνομικό τμήμα που βρίσκεται Γουάτσον και Λόουρι γωνία.
Μαίρη Μ.:Εντάξει.
Αστυνομικός:Σας ευχαριστώ πολύ και συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας.
Μαίρη Μ.:Παρακαλώ..Γεια σας.
Η Μαίρη Μάργκαρετ κλείνει το τηλέφωνο και πάει για τρέξιμο.