"Όταν Ο Άνθρωπος Θέλησε τον κόσμο δικό του"

195 7 2
                                    

Ούτε εγώ ξέρω πως έφτασα εδώ. Θυμάμαι μόνο την πρώτη σταγόνα βροχής να πέφτει, το πρώτο ποτάμι να κυλά και πριν το καταλάβω πλημμύρισα ακτές, καταρράκτες και απέραντούς γαλανούς ωκεανούς. Θυμάμαι τον αέρα να παίζει με τα κύματα σαν μικρό παιδί. Και τον Ήλιο να χορεύει με την αδελφή μου τη σελήνη σε έναν αέναο κύκλο ψηλά στον ουρανό. Όμως αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι εκείνες οι ξάστερες νύχτες που μπορούσα να ακούσω το σύμπαν να μου ψιθυρίζει ότι προορίζομαι για κάτι σπουδαίο.

Έξυσαν τον ουρανό μου εκατομμύρια περσίδες μέχρι να καταλάβω τι εννοούσε, ώσπου μια μέρα είδα το παιδί μου, τη Φύση να γεννιέται. Είχε το άρωμα της φρέσκιας βροχής πάνω στο χώμα και μια όψη επιβλητική μα και στοργική την ίδια στιγμή. Πότε ξανά δεν ένιωσα μοναξιά όμως καιρό με τον καιρό η κόρη μου φαινόταν να μελαγχολεί. Ένα πρωί την παρατήρησα καθισμένη στην άκρη ενός από τα φαράγγια μου να κοιτάει τον ορίζοντα σχεδόν ανέκφραστη, έτσι αποφάσισα να της μιλήσω.

Γη- Κόρη μου, γιατί αντικρίζω τα μάτια σου να είναι τόσο μελαγχολικά;

Φύση- Μητέρα, έχω ταξιδέψει παντού και έχω δει τα πάντα στον κόσμο σου όμως νιώθω μοναξιά.

Της αποκρίθηκα να με πάρει μια αγκαλιά και όταν εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω από την μέση μου, μέσα από τα σπαρακτικά της δάκρυα λουλούδια άρχισαν να φυτρώνουν μέχρι που επίχρισαν όλο της το κορμί και ύστερα ολόκληρο τον κόσμο μας!

Είχε γίνει και εκείνη μητέρα, γέννησε μια κόρη, τη Ζωή. Στο πρόσωπο της ζούσε ένα μόνιμο χαμόγελο και ήταν προικισμένη με την πιο γλυκιά φωνή. Τραγουδούσε καλπάζοντας στα πλέον καταπράσινα λιβάδια μου και έπαιζε ανάμεσα από τα δέντρα των κάποτε κενών βουνών μου. Η φύση είχε επιτέλους κάποιον για να μοιράζεται τον κόσμο.

Ένα απόγευμα, την ώρα που ο Ήλιος ετοιμαζόταν να παραχωρήσει τον ουρανό στη σελήνη, άκουσα τη Ζωή να τραγουδάει μελαγχολικά στην χρυσοκέντητη αμμουδιά μιας εκ' των ακτών μου. Εκεί κοντά καθόταν και η Φύση, που άκουσε το καταθλιπτικό τραγούδι της κόρης της και θέλησε να της μιλήσει.

Φύση- Ζωή μου, τι σε έχει κάνει να τραγουδάς με την πανέμορφη φωνή σου κάτι τόσο μελαγχολικό;

Ζωη- Μητέρα, εχω περάσει πάμπολλες χιλιετίες τραγουδώντας στα λουλούδια μας όμως νιώθω ένα κενό...

Η Φύση την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αφτί να την πάρει μια αγκαλιά. Τότε η ζωή ακούμπησε στοργικά το κεφάλι της στο στέρνο της Φύσης και εκείνη την αγκάλιασε.

Μητέρα ΓηWhere stories live. Discover now