Κεφάλαιο 34

39 8 3
                                    

Περπατούσα στο δρόμο. Ήταν νύχτα και ο ουρανός μαύρος. Αστέρια δεν υπήρχαν και το φεγγάρι καλυπτόταν από σύννεφα. Παράξενη νύχτα. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή έξω και αυτό με ανησυχούσε.

Πήγαινα προς το σπίτι. Στάθηκα στην άκρη του πεζοδρομίου για να κοιτάξω δεξιά και αριστερά. Σήκωσα το κεφάλι μου και μπροστά μου είδα τη μορφή του Κωστή έτοιμη να περάσει και εκείνος το δρόμο.

Τον κοιτούσα ώρα. Μου είχε λείψει η όψη του. Ο αέρας παρέσερνε τις μικρές τούφες μαλλιών που βρίσκονταν στο πρόσωπο του. Χαμογέλασα. Τι όμορφος που ήταν.

Σήκωσε και εκείνος το βλέμμα του και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Η κατάσταση ήταν πολύ άβολη. Κοιταζόμασταν αρκετή ώρα, όπως κάναμε και τότε. Ποτέ δε με κουράζει να τον κοιτάζω και ας μην λέμε τίποτα. Μόνο η παρουσία του στο χώρο ήταν επαρκής.

Μου χαμογέλασε αχνά. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο ωραίο χαμόγελο από τα χείλη του.

Έκανε δυο βήματα στο δρόμο ώστε να φτάσει σε μένα. Όμως ποτέ δεν τα κατάφερε. Μια νταλίκα τον παρέσυρε λίγα μέτρα πιο μακριά.

Ο οδηγός σταμάτησε και βγήκε έξω. Η καρδιά μου είχε σταματήσει. Δεν ανέπνεα. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε μόλις συμβεί.

Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του. Δεν είδα και πολλά. Μόνο το χέρι του φαινόταν. Οι φλέβες πετάγονταν ακόμα.

Το αίμα του άρχισε να εξαπλώνεται παντού. Πλησίασα με όση δύναμη μου είχε μείνει. Έσκυψα πάνω στο σώμα του. Τον άγγιξα. Ήταν η τελευταία φορά που ένιωθα το δέρμα του.

Μετά από λίγο ένιωσα να μου σφίγγει ελαφρά την παλάμη με το χέρι του προκαλώντας με να τον κοιτάξω. Τα μάτια του μισάνοιχτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μου μίλησε.

"Σ'αγαπώ" μου είπε και ύστερα έκλεισε μια και καλή τα μάτια του.

Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήμουν συντετριμμένη από την όλη κατάσταση. Η φωνή του ηχούσε στα αυτιά μου για ώρα. Τα τελευταία του λόγια που μακάρι να μου είχε πει νωρίτερα. Πολύ νωρίτερα.

Έπεσα πάνω του και τον φίλησα απαλά. Η γεύση του καφέ, του ζεστού πρωινού καφέ, πλημμύρισε το στόμα μου μετά από τόσο καιρό.

"Κι εγώ" ψιθύρισα.

Ήταν το μόνο που κατάφερα να πω. Όλα τα άλλα δεν είχαν νόημα πλέον. Τίποτα δεν είχε νόημα πλέον. Μέχρι πριν από λίγα λεπτά μου έλειπε αλλά πίστευα πως ίσως γυρίσει και όλα θα είναι όπως παλιά. Τώρα μου λείπει αλλά ξέρω πως τίποτα δεν θα τον φέρει πίσω.

Άνοιξα τα μάτια μου έντρομη. Ο Τεό κοιμόταν ακόμα δίπλα μου. Με το δεξί μου χέρι έπιασα την καρδιά μου. Νόμιζα ότι θα βγει από το στήθος μου.

Τι σκατά όνειρο ήταν αυτό; Σηκώθηκα από το κρεβάτι προσπαθώντας να μην κάνω φασαρία.

Κατέβηκα στην κουζίνα για να πιω νερό. Η ώρα ήταν οχτώ το πρωί. Δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου αλλά δεν ήθελα άλλο ύπνο.

Ο καιρός ήταν καλός οπότε αποφάσισα να πάω μια μικρή βόλτα για να ηρεμήσω. Ντύθηκα, έφτιαξα καφέ και έφυγα.

Περπατούσα με αργά βήματα πίνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον καφέ μου. Κοιτούσα τις γεμάτο κόσμο και ζωή καφετέριες και μαγαζιά.

Προσπαθούσα να καθαρίσω το μυαλό μου από το βραδινό όνειρο, ή μάλλον εφιάλτη. Άμα συνέβαινε στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι θα έκανα. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δε θα άντεχα. Τώρα τουλάχιστον ξέρω πως υπάρχει κάπου.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Απάντησα.

"Ναι;"

"Ξύπνησα και είχες φύγει. Που είσαι;" ο Τεό ήταν.

"Σηκώθηκα νωρίς και δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Πήγα μια βόλτα".

"Που είσαι; Θες να έρθω;".

"Όχι, όχι έρχομαι σε λίγο".

"Εντάξει τότε" είπε και το έκλεισα.

Πως γίνεται να έχω έναν τέτοιο άνθρωπο δίπλα μου και να σκέφτομαι ακόμα τον Κωστή; Γιατί τα έχω κάνει τόσο σκατά στη ζωή μου;

Αν κάποιος ερχόταν τώρα και με ρωτούσε αν θα γύριζα πίσω εάν ερχόταν πάλι δεν ξέρω τι θα απαντούσα. Μερικοί ίσως έλεγαν όχι με βεβαιότητα αλλά εγώ δεν έχω ιδέα.

Από τη μία ο Τεό είναι τέλειος και δεν θέλω να τον χάσω αλλά από την άλλη  ο Κωστής. Δεν έχω να πω κάτι άλλο. Αλλά δε θα γίνει αυτό.

Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι.

Καθώς περπατούσα έβγαλα το κινητό μου για να δω την ώρα. Όμως μου έπεσε μια απόδειξη. Έσκυψα για να την φτάσω αλλά δεν ήμουν η μόνη. Κάπου το ήξερα αυτό το χέρι.

Έμεινα να το κοιτάω για κάποια δευτερόλεπτα. Σήκωσα τα μάτια μου και αντίκρισαν τα δικά του. Αυτό το μελί χρώμα. Η καρδιά μου ανέβασε παλμούς.

Κοιταζόμασταν για λίγο. Τα δάχτυλα μου άγγιζαν ελαφρά τα δικά του. Χαμογέλασα ευγενικά και έπιασα την απόδειξη.

"Ευχαριστώ" είπα και σηκώθηκα όρθια.

Το ίδιο έκανε και εκείνος. Ύστερα έφυγα. Του γύρισα έτσι απλά την πλάτη μου.

Δεν χρειαζόταν όμως να πούμε πολλά. Πάντα έτσι γινόταν. Δε μιλούσαμε πολύ αλλά ταυτόχρονα τα είχαμε πει όλα.

Γιατί ήρθε; Τι σκατά ήθελε εδώ;

Η αίσθηση ότι βρίσκεται στην ίδια χώρα με μένα. Στην ίδια πόλη με μένα. Στην ίδια γειτονιά με μένα. Δεν αντέχω. Επιβράδυνα το βήμα μου για να φτάσω νωρίτερα στο σπίτι.

Angelic Touch Where stories live. Discover now