Τον γνώρισε σε ένα από αυτά τα κακόφημα μέρη, ένα παλιό στέκι σε ένα σκοτεινό μπαράκι της Αθήνας. Ο χώρος αποπνιχτικά γεμάτος με καπνό, ο φωτισμός ιδιαίτερα χαμηλός. Η μουσική ελληνική, όχι σκυλάδικα όμως. Για αυτό λάτρευε τέτοια μέρη... Άνθρωποι σαν αυτήν κατέφευγαν για να ξεχαστούν λίγο από την καταστροφική πραγματικότητα που τους κατάπινε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Μπαίνοντας μέσα, έκατσε αμέσως σε ένα γωνιακό τραπέζι στο βάθος και άναψε τσιγάρο. Τα χείλη της αγκάλιασαν τη γόπα του τσιγάρου της και με μια ρουφηξιά, άφησε τον καπνό να δραπετεύσει απ'τα χείλη της, δημιουργώντας στον αέρα απροσδιόριστα σχέδια, φυλακίζοντας ανείπωτες σκέψεις.
Οι φίλοι της γρήγορα παράγγειλαν, μα εκείνη δεν είχε όρεξη. Λίγο κρασί ήταν αρκετό.
«Είσαι τ'αγγιγμα του ανέμου, που μου ξαφνιάζει το κορμί...», σιγοτραγουδούσε, ακούγοντας απ'το βάθος τις φωνές των φίλων της. Τα μάτια της κοιτούσαν βαθιά, χαμένα, κάπου μακριά, ταξιδεύοντας την σε τόπους του μυαλού της. Το ένα τσιγάρο σύντομα έγινε δεύτερο και το δεύτερο τρίτο. Ξάφνου, ένιωσε μια παρουσία, αλλιώτικη, να γεμίζει τον χώρο και να την προσγειώνει απότομα στη πραγματικότητα.
Σήκωσε το κεφάλι της και έψαξε το χώρο λαίμαργα. Και τον βρήκε... Αμέσως το σώμα της χαλάρωσε και η ματιά της ηρέμησε. Έσφιξε τις παλάμες της και έμπηξε τα νύχια της στο κρέας της. Η ακατανίκητη θέληση να αγγίξει αυτόν τον άγνωστο την κυρίευσε, μετατρέποντάς την σε θηρίο. Και, όταν γύρισε να την κοιτάξει, το ίδιο έντονα όσο εκείνη, ένας μικρός αναστεναγμός δραπέτευσε απ'τα χείλη της, σχεδόν ηδονικός.
Αυτό το γαλάζιο στο βλέμμα του την έπνιγε... Μια απέραντη φωτεινή θάλασσα βυθισμένη σε μια μελαγχολική μαυρίλα. Την τραβούσε, την ελκούσε...
Στάθηκαν για αρκετή ώρα να κοιτιούνται έτσι, ο ίδιος έπιασε το τραπέζι ακριβώς απέναντί της. Όλως περιέργως ήταν ολομόναχος. Άναψε τσιγάρο και ρούφηξε, φυσώντας προκλητικά στη μεριά της. Όσα της έκρυβαν τα χείλη του, της τα φανέρωνε ο καπνός.
Μετά από λίγο και συνεχίζοντας να την κοιτά, κάλεσε τον σερβιτόρο δίπλα του. Κάτι του ψιθύρισε στο αυτί που δε κατάλαβε, αλλά θα ορκιζόταν ότι έδειξε την ίδια με το βλέμμα του. Ο πιτσιρικάς με τη ποδιά και τα ατημέλητα νεανικά μαλλιά (μάλλον συγγενής του αφεντικού που έβγαζε ένα χαρτζιλίκι τα Σαββατοκύριακα), αφού της έριξε ένα κλεφτό βλέμμα, κούνησε το κεφάλι και χάθηκε από μπροστά τους. Όταν επέστρεψε, γύρισε με ένα ποτήρι κρασί για την ίδια, «κερασμένο από τον κύριο με τα γαλάζια μάτια», όπως είπε.
YOU ARE READING
Ένα Τσιγάρο Τις Κυριακές
Short StoryΑστείο, μα κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως δεν έμαθε ποτέ το όνομά του. Τα αφιέρωνε λοιπόν σε εκείνον που ήταν τόσο χαμένος όσο και η ίδια. Τον τύπο με τη θύελλα στα μάτια...