Κεφάλαιο 41

41 6 0
                                    

Ανοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Είχε μια περίεργη λάμψη. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν χαρά ή τρόμος.

"Τι είπες;" με ρώτησε με τη βραχνή φωνή του.

"Τίποτα" η θερμοκρασία μου είχε ανέβει επικίνδυνα.

Προσπάθησα να καλύψω τα κατακόκκινα μάγουλά μου. Με βιαστικές κινήσεις πήρα το χέρι μου από τα μαλλιά του και έκανα ένα βήμα μακριά από το κρεβάτι.

"Σε άκουσα. Κάτι είπες".

"Δεν είπα τίποτα" χαμογέλασα αμήχανα. "Συγγνώμη δεν ήθελα να σε ξυπνήσω"

"Τι θες εδώ;" ανακάθησε και ίσιωσε την πλάτη του.

"Ήρθα να δω πως είσαι" είπα και τον κοιτούσα κατάματα.

"Ότι τώρα νοιάζεσαι; Για ποιο λόγο τα κάνεις όλα αυτά; Πήγαινε στο αγόρι σου. Θα σε περιμένει".

"Γιατί αντιδράς έτσι γαμώτο; Φυσικά και σε νοιάζομαι. Ατύχημα έπαθες και δεν έχεις κανέναν εδώ. Δεν είμαι τόσο αναίσθητη" φώναξα ελαφρά και τον είδα να συνοφρυώνει τα φρύδια του από την ένταση της φωνής μου.

Αμέσως χαμήλωσα τα ντεσιμπέλ. Μετά χτύπησε το κινητό μου. Το έπιασα στα χέρια μου και κοίταξα την οθόνη. Ο Τεό. Ξεροκατάπια.

"Σήκωσε το. Δεν πειράζει" είπε με ειρωνία στη φωνή του.

Τελικά απάντησα.

"Ίφη, όλα καλά; Που είσαι;" η ανησυχία του ήταν εμφανής.

"Ναι, μια χαρά. Είμαι στο νοσοκομείο" τραύλιζα λίγο.

"Θες να περάσω να σε πάρω; Να δω και το φίλο σου;" κάθισα στην καρέκλα πίσω μου και πήρα μια ανάσα.

"Όχι, όχι. Θα έρθω εγώ σε λίγο".

"Σίγουρα είσαι καλά;".

"Ναι, καλά είμαι Τεό. Θα τα πούμε" έκλεισα το τηλέφωνο και το έβαλα στην τσέπη μου.

Προσπαθούσα να μη φαίνεται πόσο άβολα ένιωθα.

"Τεό ε; Ωραίο όνομα" φαινόταν πολύ χαλαρός.

Λες και είχε ξεχάσει όσα είχαν συμβεί μεταξύ μας.

"Ναι, είναι" κοιτούσα το πάτωμα.

"Περνάς καλά;" τώρα διέκρινα κάτι διαφορετικό στον τόνο της φωνής του.

Τον κοίταξα. Ρήγος με διαπέρασε.

"Ναι. Τον Τεό τον αγαπάω" το είπα περισσότερο για να το πιστέψω εγώ.

"Χαίρομαι" ένα ψεύτικο χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του στο πρόσωπο του.

"Λοιπόν, εγώ να πηγαίνω" σηκώθηκα και έδειξα προς την πόρτα. "Δε χρειάζεσαι κάτι άλλο;"

"Όχι, είμαι μια χαρά" χαμογέλασα ευγενικά και βγήκα από το δωμάτιο.

Αυτή η συζήτηση μου ξύπνησε συναισθήματα που είχα θάψει βαθιά μέσα μου. Είχα ξεχάσει σχεδόν πως είναι να νιώθεις έτσι. Ξεχασμένος από προβλήματα.

Ήθελα τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω και να νιώσω το δέρμα του κολλημένο στο δικό μου. Τα χείλη του να εξερευνούν κάθε σημείο του κορμιού μου. Και τέλος να ξαπλώνω στο γυμνασμένο στήθος του.

Έχω σκεφτεί εκατομμύρια φορές ότι πηγαίνω σπίτι και βλέπω το δικό του διαμέρισμα. Τον δικό του καναπέ και ότι μυρίζω το δικό του άρωμα όταν μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Ότι ο άνδρας που μου φτιάχνει καφέ κάθε πρωί είναι αυτός και όχι ο Τεό. Ότι εκείνος μου κάνει σεξ κάθε βράδυ. Αλλά όχι.

[...]

Άνοιξα και μπήκα μέσα. Ο Τεό με υποδέχτηκε με ένα μεγάλο χαμόγελο. Ανταπέδωσα. Τον λυπόμουν μερικές φορές. Δεν ήξερα τι ήθελα και ποιον. Βρίσκομαι ανάμεσα σε έναν που μου στάθηκε και με αγαπάει όσο τίποτα, όπως δείχνει. Αλλά από την άλλη υπάρχει ένας άνθρωπος που ήθελα και θέλω με όλο μου το είναι.

"Πως πήγε;".

"Ολα καλά. Πάω να διαβάσω".

Για δύο μέρες δεν πέρασα από το νοσοκομείο. Δεν ένιωθα έτοιμη να τον ξαναδώ.

Όταν, όμως, πήγα ένας γιατρός μου είπε πως είχε φύγει. Πέρασα από το σπίτι του. Όλα ήταν κλειστά. Χτύπησα αλλά δεν άνοιξε. Λογικά έφυγε. Για πάντα αυτή τη φορά. Δεν θα τον ξαναδώ. Καλύτερα έτσι. Θα ξεχαστούμε. Έτσι έπρεπε. Χάρηκα που τον είδα. Που είναι καλά. Αυτό και μόνο μου φτάνει.

Angelic Touch Where stories live. Discover now