Κεφάλαιο 4

1.5K 137 27
                                    

Επιστρέφω σπίτι και η μητέρα μου με υποδέχεται.

«Πώς πήγε η βόλτα, καλή μου; Μμ… γρήγορα δε γύρισες;», απορεί κοιτώντας το ρολόι της.

Σωριάζομαι σε μια καρέκλα και μου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός.

«Τι συνέβη, Νεφέλη μου;», ρωτάει με γνήσιο ενδιαφέρον και ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

«Μόλις τσακώθηκα με τις καλύτερές μου φίλες», απαντώ αμέσως και σωριάζομαι βαθύτερα στην καρέκλα μου.

Περιμένω να μου φωνάξει και να βγάλει λόγο για το πόσο απαίσιοι και αναποτελεσματικοί είναι οι καβγάδες για τη λύση προβλημάτων. Άλλωστε στην πόλη μας οι καβγάδες θεωρούνται απαγορευμένοι. Για την ακρίβεια ποτέ δεν έχω βρεθεί μπροστά σε κάποιο τσακωμό ή λογομαχία αν εξαιρέσουμε τα τελευταία κατορθώματα του αδερφού μου. Η πολιτική της πόλης υποστηρίζει ότι η ειρήνη, η αλληλεγγύη και η αδελφική κατανόηση είναι τα μόνα μέσα επίλυσης προβλημάτων σε ένα σύμπαν που τείνει προς το χάος. Γι’ αυτό κι όταν συμβαίνει κάποιος καβγάς- γεγονός σπάνιο- μετατρέπεται σε πρώτο θέμα στην πόλη. Σίγουρα η δική μου λογομαχία θα έχει διαδοθεί σε όλο το εμπορικό κέντρο ως τώρα. Πολλές φήμες ακούγονται γι’ αυτούς που προκαλούν καβγάδες κατ’ εξακολούθηση. Και οι περισσότερες είναι ιδιαίτερα τρομακτικές: λέγονται ιστορίες για πολίτες που σάπισαν σε κελιά απομόνωσης, επειδή τόλμησαν να διαταράξουν την απόλυτη αρμονία μίας κοινωνίας που αγγίζει την τελειότητα.

Ενώ σκέφτομαι τον εξάψαλμο που θα ακολουθήσει από τη μητέρα μου, αυτή ψιθυρίζει με ένα μειδίαμα:

«Ακολουθείς τα χνάρια του αδερφού σου;».

Κι ύστερα αρχίζουμε να γελάμε συγχρονισμένα κα το σπίτι γεμίζει με χαχανητά που έχουν να ακουστούν πολύ καιρό. Μετά από μερικά λεπτά πιάνουμε την κοιλιά μας από αυτά τα ανεξήγητα και φορτισμένα με ένταση γέλια.

«Μαμά, μπορείς να… μπορείς να παίξεις το τραγούδι μας στο πιάνο και… και να τραγουδήσεις;», ρωτώ με ελπίδα, καθώς ο γνωστός κόμπος μού σφίγγει το λαιμό σα  μέγγενη.

Εκείνη με ατενίζει με βλέμμα βαρύ από τη θλίψη και γνέφει. Πώς άλλαξε έτσι ξαφνικά η ατμόσφαιρα; Βάρυνε σαν μολύβι που βυθίζεται στη θάλασσα. Μια μόνο φράση ήταν το πέρασμα από την πρόσκαιρη χαρά στη μόνιμη πλέον λύπη.

Κατευθύνεται με σερνόμενα βήματα προς το πιάνο. Ανοίγει ανάλαφρα το καπάκι. Αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό. Μα φυσικά ξέρει για ποιο τραγούδι της μιλώ. Είναι το τραγούδι που σιγοτραγούδησε στα δίδυμα παιδιά της από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Είναι το τραγούδι που συνδέει εμάς τους τρεις: τη μητέρα μου, τον αδερφό μου κι εμένα. Τη θυμάμαι να μας το τραγουδάει κάθε φορά που είχαμε κάποιο πρόβλημα και η φωνή της λειτουργούσε σαν ονειροπαγίδα που ξόρκιζε κάθε κακό. Ύστερα αρχίσαμε να την συνοδεύουμε κι εμείς με τις φωνές μας. Εγώ, βέβαια, παράτησα την προσπάθεια από την πρώτη φορά. Η φωνή μου ήταν μέτρια και σε πολλά σημεία φάλτσα. Ο αδερφός μου, όμως, είχε κληρονομήσει το ταλέντο της μητέρας μου. Η φωνή του ηχούσε κρυστάλλινη και με τραβούσε σε μια δίνη μεθυστικών και όμορφων, ευτυχισμένων αναμνήσεων. Όταν αργότερα στην εφηβεία η φωνή του χόντρυνε, απέκτησε επιπλέον μια χροιά που επένδυε με μια ζεστασιά κάθε μελωδία, όπως το τζάκι ζεσταίνει ένα κρύο σπίτι το χειμώνα.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerWhere stories live. Discover now