Γιατρούτσικος Πράττος Ευάγγελος

1K 62 31
                                    













                                                              ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ




     «Για άλλη μια φορά βρέθηκα σε αυτό το καταραμένο σταυροδρόμι που ο Θεός έχει ξεχάσει, χαμένος στο μυστηριακό τοπίο που απλώνεται μπροστά μου, ανίκανος να σκεφτώ ορθολογικά αυτή τη φορά. Είναι το μέρος όπου μεγάλωσα και γνώρισα όπως κανείς άλλος δεν έχει γνωρίσει. Δεν είναι πια η πολυσύχναστη γεμάτη καυσαέριο γειτονιά μου, παρά ένα ομιχλώδες μονότονο πέρασμα σε κόσμους εφιαλτικούς, όπου τίποτα αγνό δεν έχει απομείνει, ούτε η εκκλησία που βαφτίστηκα και έπαιξα στην αυλή της τα πρώτα παιδικά μου χρόνια.

    Όλα ξεκίνησαν στην εφηβεία μου, όταν πρωτοπερπάτησα τα αλλόκοτα μονοπάτια του αστρικού ταξιδιού που ονομάζεται ύπνος. Τότε είναι που έγινα πιστός ακόλουθος του Σύριου φίλου μου  Σεμίρ. Ο μελαμψός και γεροδεμένος φίλος μου, προερχόταν από μία κυνηγημένη οικογένεια της λησμονημένης πόλης Ταντμούρ. Κυνηγημένη λέω, διότι οι επί αιώνες αποκρυφιστικές αναζητήσεις της  και οι νεκρομαντικές καταβολές της, ώθησαν τους δεισιδαίμονες κατοίκους της περιοχής να κάψουν στην πυρά τα περισσότερα μέλη της και όσους απέμειναν να τους εκδιώξουν. Έτσι, πριν από εκατό περίπου χρόνια βρέθηκαν στα φιλόξενα εδάφη μας. Ο νεαρός απόγονος των διωγμένων αυτών  νεκρομαντών, ως κλειδοκράτορας της πύλης του αγνώστου, με βοήθησε να γνωρίσω αυτό που κρύβεται πίσω από το  φαινομενικά αγνό.

     Αναπολώ εκείνο το βράδυ, που επιτεύχθηκε για πρώτη φορά η μετάβασή μου. Ο Σεμίρ, μου  έδωσε να πιω τα εκχυλίσματα ενός μαγικού βοτάνου και διαβάζοντας μερικά απόκρυφα δίστιχα στη μητρική του γλώσσα, κατάφερε να με κοιμίσει. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως άκουγα τα λόγια του σαν κραυγές εγκλωβισμένων ανθρώπων σε βαθύ πηγάδι. Το μυστηριώδες μέρος που βρέθηκα σχεδόν πεταμένος, ήταν ένα σταυροδρόμι με έναν περίεργο μαύρο φανοστάτη στο κέντρο του, που δήλωνε ακλόνητος την έναρξη του παράλογου ταξιδιού που επρόκειτο να επακολουθήσει.

        Το σταυροδρόμι έτεμνε δύο δρόμους, έναν κατηφορικό χωμάτινο και έναν ανηφορικό ασφαλτόστρωτο. Ο χωματόδρομος που ξεκινούσε από τον φανοστάτη, οδηγούσε σε μία δασώδη έκταση με διάσπαρτες ξύλινες καλύβες, πολύ φτωχικές στην όψη. Το μόνο που μπορούσε να παρατηρήσει κανείς,  ήταν το ετοιμοθάνατο φως του τζακιού που τρεμόπαιζε πίσω από τα μικρά θολά παράθυρα των καλυβών και τις καμινάδες που κάπνιζαν σαν χύτρες αλχημιστών. Το δάσος κατέληγε στους πρόποδες ενός γκρίζου μελαγχολικού βουνού με απότομες πλαγιές, που μέσα στην νύχτα σου έδινε την αίσθηση του μαγεμένου. Πάνω από αυτό το ανατριχιαστικό τοπίο, δέσποζε το τεράστιο χλωμό φεγγάρι που ήταν πάντα γεμάτο, η βασική προϋπόθεση για τη μετάβασή μου στο σταυροδρόμι. Το μόνο που φαινόταν σαν αντίθεση σε αυτό το μεσαιωνικό τοπίο, ήταν μία μεζονέτα στην αρχή του δρόμου, που ήταν ίδια με αυτή που μπορούσε να συναντήσει κανείς ένα πρωινό στην πολυσύχναστη περιοχή μου. Μόνο που τώρα έμοιαζε στοιχειωμένη, προμηνύοντας δυσάρεστες εκπλήξεις.

Το ΣταυροδρόμιWhere stories live. Discover now