ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: «Υγρό σκοτάδι»

134 22 10
                                    

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Αποστόλη!» Η Βίκυ ανασηκώθηκε από το κρεβάτι με την καρδιά της να βγαίνει σχεδόν από το λαρύγγι της. Είχε ακούσει το ουρλιαχτό. Δεν τον βρήκε δίπλα της. Και δεν τον είχε ξανακούσει να ουρλιάζει ποτέ με τέτοιο τρόπο. Αυτά ήταν δύο κακά σημάδια.
    Έτρεξε στο μπάνιο.
    Ο Αποστόλης ήταν κοκκαλωμένος πάνω από την λεκάνη. Εκείνος γύρισε προς το μέρος της και εκείνη έφερε το χέρι στο στόμα της. Ήταν γυμνός και από την άκρη του πέους του έσταζε αίμα. Ήθελε να τσιρίξει, αλλά η σύγχυση που επικρατούσε στο πρόσωπό της δεν της επέτρεπε να κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο να στέκει εκεί και να κοιτάζει σαν ηλίθια.
    «Τι... τι έπαθες... Χριστούλη μου... αίμα είναι αυτό;»
    Ο Αποστόλης έγλειψε τα χείλη του˙ ήταν μοβ, και εκείνος κάτωχρος. «Βίκυ... Βίκυ κάλεσε έναν γιατρό...»
    Από αυτό και μόνο η Βίκυ κατάλαβε πόσο σοβαρό ήταν το πράγμα. Ποτέ της δεν περίμενε ο Αποστόλης να ζητήσει από μόνος του κάτι τέτοιο.
    «Όχι...» του είπε, «δώσε μου ένα λεπτό να δω ποια εφημερεύουν. Μείνε εδώ, σε παρακαλώ».

***

Από το ζεστό κρεβάτι τους είχαν βρεθεί σε ένα εφημερεύον νοσοκομείο. Ξαφνικά η ζωή τους είχε πάρει την κατρακύλα. Η Βίκυ βρισκόταν πάλι εδώ, με μπλάβες σακούλες κάτω από τα μάτια της, με την αναγούλα εξηγήσιμη αυτή τη φορά. Θυμόταν το αίμα που έσταζε στα πλακάκια του μπάνιου και (πλιτς!) το αίμα που έβγαινε από... (πλιτς!)
    Δεν ήθελε να το ξανακάνει εικόνα στο μυαλό της. Όλα όσα είχαν περάσει την τελευταία βδομάδα ήταν αρκετά για εκείνη. Και τώρα ξανά τα ίδια. Ξαφνικά φοβόταν για την ζωή του Αποστόλη. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί στο μπάνιο όσο εκείνη κοιμόταν. Απλώς τον βρήκε εκεί, να τρέμει σαν το ψάρι, και το αίμα... πολύ αίμα...
    Της θύμισε το συμβάν με την βδέλλα όταν ήταν μικρή και ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της.
    «Γιατί αργούν τόσο...» ψέλλισε, με το πόδι της να φρίττει νευρικά.
    Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της και ανύψωσε το βλέμμα της στο ρολόι του τοίχου: 2.45π.μ. Το μεδούλι της την πέθαινε από την αυπνία. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Αποστόλης δε συμπαθούσε τα νοσοκομεία, και ιδιαίτερα τους γιατρούς. Η όλη αύρα και οι ανεπαίσθητοι ήχοι των ασθενών μέσα στα δωμάτια και τους θαλάμους... ήχοι συνδεδεμένοι με την αρρώστια και την ανημποριά˙ ακόμα και η ίδια η οσμή της αρρώστιας, πήγαινε παρέα με την καμφορά του φαρμάκου... και το πόδι της έτρεμε κι άλλο... κι άλλο... ο ήχος την ηρεμούσε, ρυθμικός όπως του ρολογιού...
    Η πόρτα άνοιξε μπροστά της. Αυτή τη φορά δεν βγήκε ο Αποστόλης. Ήλπιζε να βγει με ένα τσιρότο, όπως τις προάλλες, αλλά δεν βγήκε...
    Ήταν ο γιατρός. Η Βίκυ διάβασε το πρόσωπό του, φαινόταν άγαρμπο. Σαν κάτι να τον είχε ταράξει, μια επιβεβαίωση ότι τα πράγματα όντως ήταν σοβαρά.
    «Πείτε μου επιτέλους τι συμβαίνει!» είπε φωναχτά η Βίκυ, χωρίς να το θέλει.
    «Κυρία Βαρνακιώτη...» είπε ο γιατρός, «διατηρήστε παρακαλώ τον τόνο σας».
    «Πώς είναι; Σας παρακαλώ, πείτε μου... πείτε μου πώς είναι ο Αποστόλης μου...»
    «Είναι πολύ καλύτερα. Του έκανα μια ηρεμιστική και τώρα κοιμάται».
    «Ηρεμιστική; Γιατί ηρεμιστική; Τι του συμβαίνει, γιατρέ;»
    «Τον έπιασε κρίση πανικού».
    «Θεέ μου...» μουρμούρισε αλαφιασμένη. «Και η διάγνωση; Έχει κάτι με τα νεφρά του τελικά; Έτσι μας είπε ο άλλος γιατρός και δε...»
    «Δεν πρόκειται περί αυτού», την διέκοψε.
    «Τ-τι εννοείτε...»
    Ο γιατρός την έβαλε να καθίσει στις πλαστικές καρέκλες. Κάθισε και εκείνος δίπλα της. «Κυρία Βαρνακιώτη, δεν θέλω να προκαλέσω αναταραχές, αλλά οτιδήποτε κι αν σας πω, επιζητάω να διατηρήσετε την ψυχραιμία σας. Υπάρχουν ασθενείς που πονάνε εδώ μέσα».
    Η Βίκυ άρχισε να βουρκώνει, αλλά δεν αποτράβηξε το βλέμμα της όσο και αν ήθελε να το κάνει. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, όσο πιο σταθερά μπορούσε μιας και έτρεμε ολόκληρη.
    Ο γιατρός σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα μαντιλάκι. «Κάναμε στο σύζυγό σας μια αξονική τομογραφία και ανακαλύψαμε κάτι ασυνήθιστο στην βουβωνική περιοχή της πυέλου». Έδωσε στην Βίκυ ένα φάκελο. «Δείτε και μόνη σας».
    Η Βίκυ κοίταξε τις ασπρόμαυρες εικόνες για λίγη ώρα. Απεικόνιζαν την λεκάνη του Αποστόλη σε ένα μαύρο φόντο, με τα άσπρα και φωτεινά μέρη του σκελετού. Έπειτα γούρλωσε τα μάτια της. Τα γούρλωσε τόσο, που κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες. «Τι... τι είναι αυτά εδώ κάτω... Αυτές οι μικρές λουρίδες αριστερά και δεξιά στην λεκάνη του...»
    «Παράσιτα», είπε ο γιατρός. «Ίσως σκουλήκια. Έχουν φωλιάσει στην ουροδόχο κύστη του άντρα σας».
    «Χριστέ μου!» φώναξε η Βίκυ. «Δεν είναι δυνατόν!» Ήξερε. Έκανε αμέσως την σύνδεση και τώρα ήξερε ότι, «Δεν είναι σκουλήκια!» Άρχισε να κλαίει με ένα πρόσωπο κοκκινισμένο, αδυνατώντας να ελέγξει τις υστερίες της. «Είναι γυμνοσάλιαγκες!»
    «Σας διαβεβαιώ πως αυτό θα ήταν τρελό...»
    «Κάντε κάτι... σας παρακαλώ, κάντε κάτι για τον Αποστόλη μου γιατί θα τρελαθώ, μα την Παναγιά θα τρελαθώ... δείτε εδώ πέρα πώς τρέμουν τα χέρια μου, θα...» Τα μάτια της γούρλωσαν πάλι, τεράστια σαν γυάλινοι βόλοι. Έπιασε την κοιλιά της σαν μια μητέρα που συνειδητοποιούσε ότι είχε χάσει το αγέννητο παιδί της. Έψαχνε και έψαχνε, δύσπιστη για το τι τελικά υπήρχε μέσα της. «Τα έχω κι εγώ μέσα μου; Τα νιώθω, γιατρέ... τα νιώθω που κολυμπάνε... Είναι μέσα μου τα αναθεματισμένα και με τρώνε και εμένα! ΜΕ ΤΡΩΝΕ ΖΩΝΤΑΝΗ!»
    «Κυρία Βαρνακιώτη, σας παρακαλώ... μην με αναγκάσετε να...»
    «Όχι, γιατρέ...» Αδυνατούσε να ανασάνει. Αισθανόταν αδύναμη μέχρι και να πάρει φυσιολογικούς ανασασμούς. «Θέλω να μου πείτε τι μπορώ να κάνω... σας εκλιπαρώ... αληθινά σας εκλιπαρώ... δεν θέλω να πάθει κάτι ο Αποστόλης...» Έκλαιγε με λυγμούς πάνω στο στέρνο του. «Ό,τι θέλετε από μένα, οτιδήποτε θελήσετε... Αρκεί να τον σώσετε από τις βδέλλες!» Κλάματα. Όχι άλλες λέξεις.
    Ο γιατρός αναστέναξε, νιώθοντας λύπη για την γυναίκα που κρεμόταν κυριολεκτικά από πάνω του. Οι εικόνες από τα αποτελέσματα που της είχε δώσει είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα. «Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας».
    Το κλάμα της καταλάγιασε κάπως και τον κοίταξε με μάτια πρησμένα και νωθρά, λες και την είχαν ξυλοκοπήσει. «Ο Θεός να σας έχει καλά...»
    «Περιμένετε να σας δώσω λίγο νερό».
    Ο γιατρός τής πήγε νερό σε ένα πλαστικό ποτηράκι. Η Βίκυ είχε ηρεμήσει κάπως και είχε ανακτήσει την μιλιά της.
    «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω», είπε η Βίκυ.
    «Μόνο αν νιώθετε ήρεμη».
    «Όλο αυτό με την επιδημία... ξέρετε...»
    «Μιλάτε για την έξαρση της νόσου;»
    «Ο σύντροφός μου λέει ότι δεν είναι νόσος», συνέχισε. «Εννοώ, τα συμπτώματα που παρουσιάστηκαν σε όλους οφείλονται σε αυτό που συμβαίνει τώρα στον Αποστόλη. Και νομίζω ότι το έχετε καταλάβει κι εσείς».
    «Σε τι αναφέρεστε, κυρία Βαρνακιώτη;»
    «Βίκυ», είπε. «Αυτά δεν είναι απλά παράσιτα˙ είναι γυμνοσάλιαγκες, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται».
    Ο γιατρός φάνηκε σκεφτικός. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι τα παράσιτα στις εικόνες δεν μοιαζουν με τα συνήθη εντερικά παράσιτα -δηλαδή, σκουλήκια. Το σώμα των παρασίτων στην ουροδόχο κύστη του άντρα σας είναι πιο πεπλατυσμένο, όχι σαν του σκουληκιού, αλλά σαν του γυμνοσάλιαγκα. Πώς ήξερε κάτι τέτοιο ο άντρας σας;»
    «Από ορισμένες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που έχει πάνω στα γαστερόποδα», είπε η Βίκυ. «Και στο ότι σπάνια πέφτει έξω». Χαμογέλασε, και ύστερα, σοβάρεψε πάλι. «Θα γίνει καλά, γιατρέ;»
    «Θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Πηγαίνετε σπίτι σας να ξεκουραστείτε. Αν μάθετε το οτιδήποτε που έχει να κάνει με την τωρινή κατάσταση, παρακαλώ καλέστε εδώ». Ο γιατρός έβγαλε ένα καρτελάκι από το πέτο της ιατρικής ποδιάς του. «Πρόσεχε στο δρόμο... Βίκυ. Άκουσα πως πλησιάζει καταιγίδα».
    Πόσο είχε σιχαθεί την βροχή και την υγρασία... το πλεονέκτημά τους.
    «Θα τα καταφέρω», είπε και του χαμογέλασε. Ήταν το χαμόγελο της ανημποριάς.

Τα εκτρώματα της θύελλας (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now