Εφτά μήνες μετά
Ημουν μόνη στο σπίτι και είχα ξαπλώσει στον καναπέ. Τα πόδια μου πονούσαν, όπως και η μέση μου. Τα βλέφαρα μου βάραιναν ώσπου τελικά μου γεννήθηκε μια τρελή επιθυμία για τουαλέτα. Με δυσκολία σηκώθηκα στηριζόμενη στα χέρια μου. Πάτησα το πόδι μου στο πρώτο σκαλί όταν κάτι υγρό άρχισε να τρέχει στις γάμπες μου. Απερίγραπτος πόνος με κατέκλυσε. Κάθισα στο σκαλοπάτι μέχρι να ηρεμήσω ή μέχρι να καταλάβω.
"Σκατά" είπα και άρχισα να ψάχνω το κινητό μου.
Η πόρτα άνοιξε αργά και ήσυχα. Με χαμόγελο εμφανίστηκε ο Κωστής. Στάθηκε για λίγο στο πρόσωπο μου και τότε άρχισα να φωνάζω από τον πόνο. Πέταξε τα κλειδιά και έτρεξε δίπλα μου.
"Ιφη, τι έγινε; Τι έπαθες; Ηρέμησε. Εισπνοή, εκπνοή" είπε προσπαθώντας ο ίδιος να χαλαρώσει.
"Πάμε. Τώρα. Στο. Νοσοκομείο" είπα και άλλη μια κραυγή μου ξέφυγε.
Δε μίλησε απλά πέρασε τα χέρια του κάτω από τα δικά μου και με βοήθησε να μπω στο αυτοκίνητο του. Προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι αλλά το μωρό, μάλλον, είχε αντίθετη άποψη. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα η μήτρα μου πονούσε αφάνταστα.
"Πάρε. Τον. Τεό" κατάφερα να πω ενώ ανέπνεα έντονα.
Σήκωσε το κινητό του και κάλεσε τον αριθμό του.
"Γάμα τα όλα και έλα στο νοσοκομείο" είπε με τα μάτια του καρφωμένα στο δρόμο "Η Ιφη" έκανε μια παύση "Γεννάει" πρόσθεσε και το έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση.
Πιθανότατα να ήταν σπίτι και να είχε ρεπό. Να άκουγε τη μουσική του ή να έτρωγε κάτι ελαφρύ. Ισως να διέκοψε τη γυμναστική του και τώρα να έσκιζε την άσφαλτο με τη μηχανή του προσπερνώντας όλα τα οχήματα που έβλεπε μπροστά του.
Φτάσαμε μετά από λίγο έξω από ένα πανύψηλο, με άσπρους τοίχους, κτήριο και με βιαστικές κινήσεις με βοήθησε να βγω. Οι νοσοκόμες στην είσοδο με έβαλαν προσεκτικά να κάτσω σε ένα φορείο και ύστερα διέσχιζα πάνω στο κινούμενο κρεβάτι τους ψυχρούς διαδρόμους του νοσοκομείου.
"Θέλω. Καισαρική" είπα τελικά και η κοπέλα στα δεξιά μου έγνεψε καταφατικά.
[…]
Ανοιξα εξαντλημένη τα μάτια μετά από, προφανώς, αρκετές ώρες. Το λευκό σεντόνι κάλυπτε την πλέον, σχεδόν, επίπεδη κοιλιά μου. Χαμογέλασα αυθόρμητα που επιτέλους τελείωσε αυτό το βάσανο. Στο αριστερό μου χέρι είχα περασμένη μια βελόνα. Εκανα μια μικρή κίνηση για να σηκωθώ όμως ένας πόνος λίγο πιο κάτω από το στήθος δε με άφησε.
"Είναι νωρίς ακόμα για να σηκωθείτε" μου είπε μια γλυκιά φωνή από την άκρη του δωματίου.
Γύρισα προς τα κει και είδα μια νεαρή νοσοκόμα, με άσπρη αμφίεση και ξανθά, βαμμένα μαλλιά. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα δύο.
"Θέλετε να φωνάξω τον-" τη διέκοψα.
"Οχι" είπα με βραχνή φωνή.
"Να σας φέρω το μω-" τη σταμάτησα για άλλη μια φορά.
"Οχι, ευχαριστώ" είπα και έστρεψα το κεφάλι μου προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Λίγα λεπτά αργότερα άνοιξε την πόρτα για να φύγει και τότε είδα, με την άκρη του ματιού μου τον Τεό. Ηταν καθισμένος σε αυτές τις άβολες πλαστικές καρέκλες με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα και τα δάχτυλα του μπλεγμένα στα μαλλιά του. Φαινόταν κουρασμένος. Σήκωσε το βλέμμα του στη νεαρή νοσοκόμα και ύστερα πίσω της. Τα μάτια του συναντήθηκαν με τα δικά μου και κλείδωσαν για λίγο. Ωσπου να κλείσει η πόρτα και να μείνω εγώ και ο ήχος της ανάσας μου.
Ας μοιάζει έστω και λίγο σε αυτόν..
Η πόρτα χτύπησε δυο φορές μέχρι να ανοίξει. Ημουν αδύναμη για να δώσω την οποιαδήποτε έγκριση. Εκανε πρώτα ένα βήμα στο εσωτερικό ο Κωστής και στάθηκε εκεί. Με κοίταξε και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
"Ιφη, πως είσαι;" ρώτησε ενώ έμπαινε τρέχοντας στο δωμάτιο ο Τεό.
"Καλά είμαι" απάντησα.
Ο Κωστής ήρθε δίπλα μου και μου έπιασε το χέρι. Εσκυψε και φίλησε το μέτωπο μου.
"Με τρόμαξες έτσι όπως φώναζες το βράδυ" είπε και χαμογέλασε.
"Τι ώρα είναι;" ρώτησα κουρασμένη.
"Οχτώ το πρωί" απάντησε ο Τεό "Θα μείνεις για απόψε εδώ" πρόσθεσε.
"Τη μικρή την είδες;" ρώτησε ο Κωστής αν και ήξερε πως η απάντηση θα ήταν "Οχι".
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Αλλες στη θέση μου το πρώτο πράγμα που θα ήθελαν να δουν ήταν το πρόσωπο του παιδιού τους. Οχι. Φοβόμουν να το αντικρίσω. Αν μόλις με έβλεπε έκλαιγε; Τώρα τι; Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω μαζί του; Πως θα το φροντίζω; Αν το ξεχάσω; Αν πεθάνει εξαιτίας μου επειδή μια μέρα δεν το τάισα; Αν το χάσω στον αυτοκινητόδρομο; Αν..
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Ο φόβος με κατέκλυσε. Με τον αντίχειρα του ο Τεό σκούπισε τα μάγουλα μου.
"Είμαι δίπλα σου, εντάξει;" είπε ψιθυριστά σαν να καταλάβαινε το λόγο που έκλαιγα.
"Εγώ θα είμαι έξω" είπε ο Κωστής και έφυγε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα.

YOU ARE READING
Angelic Touch
RomanceΜπορώ μόνο να σε φανταστώ μπροστά στα σκοτεινά μου μάτια να λάμπεις σαν κεραυνός. Όπως ένα νεφέλωμα που πρόκειται να σχηματιστεί. Έχω τη μύτη μου κοντά στα σεντόνια γιατί με κάποιο τρόπο αυτό το κενό πήρε τη θέση σου. Είσαι πολύ μακριά, αλλά υπολ...