Δεσμωτήριο
Το πρωινό της Κυριακής ήταν μουντό και παγωμένο. Κυριαρχούσε μια αίσθηση υγρασίας, εκείνης που σου τρυπάει αλύπητα τα κόκαλα. Ένα λεπτό πέπλο αχνής ομίχλης είχε απλωθεί γύρω από το επιβλητικό κτίριο και το έκανε να μοιάζει με απόρθητο κάστρο.
Επιτέλους είχε φτάσει η πολυαναμενόμενη ημέρα των επαναληπτικών εκλογών. Ο λαός καλούνταν να ψηφίσει ανάμεσα στο κεντρώο κόμμα που κυβερνούσε εδώ και μια τετραετία και που ήταν κοινό μυστικό πως δεν είχε κάνει σπουδαίο έργο. Φτώχεια, ανεργία, εγκληματικότητα, ανισότητα, παρανομίες, πελατειακές σχέσεις και πολλά άλλα άλυτα επί δεκαετίες προβλήματα. Η επόμενη επιλογή ήταν ο Εθνικός Αγώνας. Θα καταψήφιζαν άραγε οι πολίτες την υπάρχουσα κυβέρνηση και θα υποστήριζαν για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας ακροδεξιά κόμματα; Γνώριζαν άραγε τι τους περίμενε; Είχαν συνειδητοποιήσει τις βλέψεις του αρχηγού; Ελάχιστοι θα ήξεραν ότι πίσω από το κατά τα άλλα νόμιμο κόμμα λειτουργούσε η βίαιη οργάνωση που ήταν υπεράνω νόμου και ηθικής...
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, φόρτωσε μερικούς σάκους γεμάτους με ψηφοδέλτια σε ένα από τα αυτοκίνητα της οργάνωσης. Σε κάποια εκλογικά κέντρα υπήρχε έλλειψη και εκείνος προσφέρθηκε να τα αφήσει στο αυτοκίνητο ώστε κάποιος από τους δικούς του να τα μεταφέρει όπου έπρεπε. Όλα έπρεπε να λειτουργούν ομαλά, έτσι δεν είναι;
Ο αρχηγός είχε καταφθάσει από πολύ νωρίς όπως μαρτυρούσαν τα παρκαρισμένα τζιπ στην κεντρική αυλή, στο χώρο με τα τραχιά χαλίκια. Θα πήγαινε να ψηφίσει λίγο μετά το μεσημέρι με όλο το επιτελείο του. Έπειτα, θα περίμενε τα αποτελέσματα με λίγους συνεργάτες και θα προέβαινε στις κατάλληλες ανακοινώσεις πριν τη μεγάλη γιορτή. Ήταν σίγουρος για τη νίκη. Όλα τα προγνωστικά ήταν υπέρ του.
«Κύριε επιμελητά,» άκουσε μια φωνή και λίγα μέτρα παραδίπλα εμφανίστηκε ο Μιχάλης, παίζοντας νευρικά με τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Σαφώς και σχολίασε την προαγωγή του που είχε ανακοινωθεί το προηγούμενο βράδυ και που ο ίδιος ο Μιχάλης επωφθαλμιούσε. Στα χείλη του είχε σχηματιστεί ένα σαρδόνιο ειρωνικό χαμόγελο. Ο Ορέστης το παρατήρησε, μα δεν αντέδρασε. Σήκωσε και τον τελευταίο σάκο και έκλεισε την πόρτα, χτυπώντας τη λίγο δυνατότερα απ' ότι συνήθως.
«Άντε... φεύγουν σήμερα τα ζώα! Θα ησυχάσουμε από αυτούς μια και καλή! Πέντε μήνες εδώ μέσα σχεδόν! Αφού δεν κολλήσαμε και τίποτα πάλι καλά!» Το πανηγυρικό ύφος του Μιχάλη του την έδινε στα νεύρα. Έτσι του ερχόταν να του τσαλακώσει αυτό το θριαμβευτικό χαμόγελο.
أنت تقرأ
Μικρή Βαλίτσα
عاطفيةΤους μισούσε... Τους μισούσε όλους ανεξαιρέτως ο Ορέστης. Μαζί με τον καλύτερο του φίλο, του είχαν στερήσει την ανθρωπιά, τη συνείδηση, την ελευθερία. Η εκδίκηση τον βασάνιζε και ο σκοπός της ζωής του είχε γίνει πια ένας: να καταστρέψει οτιδήποτε ξέ...