Κεφάλαιο 6

1.2K 129 26
                                    

Αποκοιμιέμαι με τα λόγια του Μάριου και του Ιάσονα να επαναλαμβάνονται στο κεφάλι μου σα ρυθμικό νανούρισμα. Όταν ξυπνάω, η μητέρα μου στέκεται στο προσκεφάλι μου και ο πατέρας μου βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. Κανένα ίχνος του Μάριου.

«Νεφέλη! Ευτυχώς, Θεέ μου, είσαι καλά!», αναφωνεί η μητέρα μου και με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο και στα μάγουλα, όταν ανοίγω δειλά τα μάτια μου.

«Πώς με βρήκατε;», είναι το πρώτο πράγμα που ξεστομίζω.

«Ο πατέρας σου είχε την ιδέα να ψάξουμε σε όλα τα νοσοκομεία της πόλης, εφόσον έλειπες πολλές ώρες και δεν σε βρίσκαμε πουθενά. Και ευτυχώς βρέθηκες», αποκρίνεται εκείνη, ενώ η φωνή της εξακολουθεί να τρέμει από τη συγκίνηση.

Ο πατέρας μου πλησιάζει. Φαίνεται θυμωμένος, ωστόσο η ανησυχία μάλλον έχει υπερνικήσει το θυμό.

«Μας κατατρόμαξες, το ξέρεις;», μουρμουρίζει. «Τι συνέβη;».

Μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό αποφασίζω να μην τους αποκαλύψω την αλήθεια. Ή έστω ολόκληρη. Άλλωστε αν μάθουν τι πραγματικά συνέβη, ίσως δεν με ξαναφήσουν να βγω από το σπίτι. Παίρνω βαθιά ανάσα έτοιμη να ξεστομίσω μία άλλη εκδοχή των γεγονότων.

«Εγώ… είχα θυμώσει πολύ μ’ εσένα, πατέρα, κι έτσι… για εκτόνωση άρχισα να τρέχω κατά μήκος της πόλης. Κάποια στιγμή… παραπάτησα και τρυπήθηκα σε ένα σκουριασμένο σίδερο. Το κόψιμο είχε αρχίσει να ματώνει κι έτσι ήρθα στο νοσοκομείο, όπου μου έκαναν ράμματα και αντιτετανικό ορό».

Ξέρω ότι η ιστορία δεν ακούστηκε ιδιαίτερα πειστική, ωστόσο οι γονείς μου δεν την αμφισβητούν.

«Ποτέ μην το ξανακάνεις αυτό!», ψιθυρίζει η μητέρα μου χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά.

Γνέφω κι ύστερα μένουμε σιωπηλοί, ώσπου ο πατέρας μου μιλάει:

«Το σκέφτηκα πολύ και αποφάσισα να σου κάνω τη χάρη. Αν δε νιώθεις καλά στη Δυτική Ακτή, μπορείς να μείνεις εδώ».

Ανοιγοκλείνω με έκπληξη τα μάτια μου.

«Σοβαρολογείς;», ψελλίζω.

«Σοβαρολογώ. Αλλά φυσικά εγώ και η μητέρα σου δε θα μείνουμε εκεί όλο το καλοκαίρι. Ίσως δύο εβδομάδες. Είχες δίκιο. Είσαι πια δεκαεφτά χρονών. Μπορείς να μείνεις λίγο καιρό μόνη σου», απαντά.

Σηκώνομαι σαν σίφουνας παρά τη ζαλάδα μου και αγκαλιάζω σφιχτά τον πατέρα μου- κάτι που δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Εκείνος αιφνιδιάζεται, αλλά ανταποδίδει με επιφύλαξη.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerOnde histórias criam vida. Descubra agora