Κεφάλαιο 11

38 5 2
                                    

Προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο κατέβηκε από το κλίμα που είχε φυτρώσει πάνω στον τοίχο. Πέρασε μέσα από τον κήπο αποφεύγοντας τους φρουρούς που είχε βάλει ο πατέρας της κατά μήκος του χωμάτινου δρόμου. Έφτασε στο στάβλο και έψαξε για το άλογο της. Αφού το σέλωσε, κατευθύνθηκε προς την είσοδο των υπηρετών. Αν γινόταν ένας θόρυβος θα την έπιαναν. Περπάτησε λίγο πιο μπροστά για να δει αν υπήρχε κάποιο γύρω. Έβησε τον κοντινότερο πυρσό και προχώρησε σβέλτα προς την είσοδο. Μόλις βγήκε εκτός του οίκου ανέβηκε γρήγορα στο άλογο και έτρεξε μέσα στο δάσος.

Ο άνεμος χτυπούσε το πρόσωπο της και ξαφνικά ένιωσε πραγματικά ελεύθερη. Που να είχε πάει.. Κάλπασε παράλληλα με το χωματένιο δρόμο, ελπίζοντας να βρει χνάρια από το άλογο. Όταν ξεμάκρυνε από το κάστρο βγήκε από το δάσος και κάλπασε στην ευθεία ακολουθώντας πλέον σταθερά τα ίχνη στο χώμα. Δεν ήταν νωπά και αυτό την στεναχωρούσε,μέχρι που κάποια στιγμή τα έχασε εντελώς. Σταμάτησε στη μέση του δάσους και φώναξε.

<<Σεμπαστιάν!>> γύρισε να κοιτάξει γύρω της ελπίζοντας να δει κάποιο ίχνος της παρουσίας του. Τίποτα όμως. Πίκρα κατέκλεισε την καρδιά της. Είχε νιώσει τόσο κοντά του εκείνο το βράδυ.. Όλα χάθηκαν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων. Πως δεν κατάλαβε νωρίτερα την έλξη που υπήρχε μεταξύ τους; Τότε στα μαθήματα.. Αυτό ήταν! Τα μαθήματα! Εκεί πρέπει να είναι! Η μικρή κρυψώνα που εκπαιδευόταν η Αντζελίκ, ίσως να είχε γίνει και δίκη του. Ίσως να μπορούσε να γύρει και να κοιμηθεί σε κάποιο κορμό. Ή θα μπορούσε να ξεκουραστεί, μέχρι να τον βρει η αυγή.. Έφτασε στο σημείο που άλλοτε ήταν πλημμυρισμένο με γέλια, αστεία και ένταση από τις μάχες, όμως ήταν έρημο. Κανένα ίχνος στο έδαφος και καμία κίνηση δεν μαρτυρούσε παρουσία. Η Αντζελίκ προσπάθησε να μην κλάψει. Αποφάσισε να πάει να κάτσει λίγο στο ποταμάκι που πήγαινε όταν ήταν μικρή. Εκεί καθόταν πάντα όταν ήταν θυμωμένη η λυπημένη. Ο πατέρας της, της είχε πει πως και ο παππούς της έκανε το ίδιο πράγμα. Μετά από λίγα λεπτά χαλαρού καλπασμού έφτασε στο αγαπημένο της μέρος. Κατέβηκε από το άλογο και κοίταξε γύρω της έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Πόσο μόνη ένιωθε.. Πόσο χρειαζόταν μια συμβουλή τώρα.. Έκατσε στην όχθη και κοίταξε το είδωλο της. Ακόμα και αν δεν φαινόταν καθαρά έβλεπε την ταλαιπωρία στα μάτια της και ποσό μάλλον την ένιωθε στο σώμα της. Ασυνείδητα αγκάλιασε τον εαυτό της και έτριψε τους ώμους της. Πριν προλάβει να χαλαρώσει άκουσε θόρυβο μέσα στη βλάστηση του δάσους. Μια μια γρήγορη κίνηση πλησίασε στο άλογο και έβγαλε τα στιλέτα από τα θηκάρια τους παίρνοντας θέση επίθεσης. Ήταν έτοιμη να πετάξει το πρώτο, όμως το χέρι της μούδιασε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και μια ανάσα βγήκε από το στόμα της. Ήταν μπροστά της.. Περπατούσε διπλα στο άλογο του και κρατούσε τα χαλινάρια με το χέρι του. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της. Εκείνος την κοιτούσε σαν να είχε δει αερικό. Δεν πίστευε ότι ήταν μπροστά στα μάτια του η Αντζελίκ του. Η σιωπή φάνηκε αιώνας και η απόσταση των λίγων μέτρων φαινόταν τεράστια.
«Σεμπαστιάν..» πριν προλάβει να ολοκληρώσει το όνομα του εκείνος έτρεξε και την κλείδωσε μέσα στην αγκαλιά του. Έχωσε το κεφάλι του μέσα στα μαλλιά της. Ήθελε να μυρίσει ξανά εκείνη την μυρωδιά. Λεβάντα.. Γιασεμί.. Η Αντζελίκ γραπώθηκε πάνω του λες και κρεμόταν από γκρεμό. Το λεπτό της σώμα κούμπωσε μαζί με το σμιλεμένο σώμα του, οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά καθώς κάθε εκατοστό τους ήταν κολλημένο μεταξύ τους. Απομάκρυνε το πρόσωπο σου λίγα εκατοστά για να την κοιτάξει. Ήταν τόσο όμορφη..
«Αντζελίκ μου.. Εγώ-» Τότε τα χείλη της συνέθλιψαν τα δικά του. Τα χέρια της πιάστηκαν από το σβέρκο του και κόλλησε πάνω του ακόμα περισσότερο. Τα μυώδη χέρια του κινήθηκαν στη μέση της και την κράτησαν πάνω του. Το στόμα της άνοιξε και η γλώσσα της χάιδεψε τα χείλη του. Ένα αγκομαχητό ξέφυγε από το στόμα του καθώς το άνοιξε για να υποδεχτεί τη γλώσσα της. Τα χέρια του άρχισαν να γλιστράνε από πάνω της και να κατεβαίνουν χαμηλότερα. Ξαφνικά σταμάτησε και την απομάκρυνε.
«Αντζελίκ, βιαζόμαστε πολύ.. Δεν θέλω να κάνω κάτι και να κανείς και εσύ κάτι που-»
«Θέλω να γίνουμε ένα. Θέλω να με κανείς δίκη σου.. Δεν ξέρω ποσό χρόνο έχουμε μέχρι να μας βρουν ή μέχρι να-»
«Αντζελίκ.» Η φωνή του ήταν σοβαρή. «Είσαι δίκη μου.» Ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό της και καινούρια δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της. «Όπως και εγώ είμαι δικός σου. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα.. Ζούσα σε ένα ψέμα.. Αν κάτι έμαθα όμως είναι ότι η αγάπη μου για εσένα μπορεί να ξεπεράσει πολλά..» το χέρι του χάιδεψε το μάγουλο της και τα κάστανα του μάτια ήταν ακόμα πιο ζεστά και στοργικά.
«Αντζελίκ.. Θέλω να σε παντρευτώ..»
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τον κοίταξαν με έκπληξη. Δεν περίμενα πως θα άκουγε κάτι τέτοιο.. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα και το κεφάλι της βούιζε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, όμως πριν προλάβει να μιλήσει την διέκοψε.
«Δεν θα ήθελες να παντρευτούμε..;»
«Φυσικά και θα το ήθελα! Απλά.. όσο η κατάσταση είναι άσχημη με τον πατέρα μου και με την μητέρα σου δεν θα ήθελα να κάνουμε το οποιοδήποτε βήμα.» Του απάντησε σοβαρά.
Της άφησε τα χέρια και περπάτησε λίγο μακριά της και πιο κοντά στην όχθη της λίμνης. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον σκοτεινό ουρανό και πήρε μια βαθιά εισπνοή. Γύρισε και την κοίταξε ύστερα με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο να ακτινοβολεί στο πρόσωπο του.
«Ποιος νοιάζεται για αυτούς; Θα κάνουμε μια δίκη μας αρχή, σε μοα δίκη μας γη.» Στα λόγια του η Αντζελίκ γέλασε μελωδικά και τον πλησίασε. Έκατσε στην όχθη και έκανε νόημα με το χέρι της να κάτσει δίπλα της.
«Αγάπη μου πρέπει να γυρίσουμε πίσω.» Είπε φιλώντας τον στο μάγουλο. «Μας έχουν ανάγκη.»

<<Μα είμαστε πια μαζί..>> παραπονέθηκε σαν μικρό παιδί

<<Η θέση μας είναι μαζί με τις οικογένειες μας.>> του απάντησε και τον κοίταξε στοργικά στα μάτια .

Επικράτησε ησυχία ανάμεσα τους. Ο Σεμπαστιάν άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά το δικό της. Εκείνη μετακινήθηκε πιο κοντά του και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Κοίταξε το είδωλο τους μέσα στο νερό φευγαλέα και χαμογέλασε αχνά.

<<Αντζελίκ;>>

<<Ναι;>>

<<Έχεις παρατηρήσει πόσο διαφορετικοί είμαστε;>> στο άκουσμα των σκέψεων του η Αντζελίκ πήγε να τον διακόψει. <<Όμως παρόλα αυτά είμαστε ένα.. ο ένας συμπληρώνει τον άλλον..>>

Τότε η Αντζελίκ κατάλαβε τα λόγια του πατέρα της.. Τινάχτηκε απότομα και τα μάτια της άστραψαν. 

<<ΑΥΤΌ ΕΊΝΑΙ!>> ο Σεμπαστίαν την κοιτούσε σαστισμένος χωρίς να καταλαβαίνει. <<Πρέπει να φύγουμε! Πρέπει να τους προλάβουμε!>>

Love and PrejudiceTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang