ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ
«Μου λείπει, μου λείπει πολύ. Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ ∙ να ξαπλώνω όπως παλιά στα πόδια της και να μου χαϊδεύει τα μαλλιά ώσπου να κοιμηθώ. Θυμάμαι ακόμα το γέλιο της, τα λαμπερά της μάτια μα πάνω από όλα τους χτύπους της καρδιάς της αγκαλιάζοντάς την. Πίστευα πως θα ήταν εδώ, πως πάντα θα με προστάτευε και θα μου έκανε συντροφιά. Μα ούτε αυτό δεν κατόρθωσα, ούτε αυτό δεν κατάφερα. Όλο με πνίγει αυτό το ¨ΓΙΑΤΙ;¨. Γιατί δεν μπόρεσα να την προστατέψω από τα χέρια του. Έπρεπε να την είχα πάρει από τα χέρια του πόνου. Ίσως αν είχα υποψιαστεί την αρρώστια της, να την είχα προλάβει.» Έγραψε η Νάντια βυθισμένη στις σκέψεις της.
Δεν μπορούσε άλλο να το σκέφτεται, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η μητέρα της δεν ήταν πια στη ζωή. Γιατί να μην ήταν κι εκείνη όπως τα υπόλοιπα κορίτσια. Αυτά τα ξέγνοιαστα δεκαεξάχρονα κορίτσια, γεμάτα όρεξη για ζωή, όρεξη για έρωτα, για παιχνίδι, για τρέλα. Συνέχισε σκεπτόμενη.«Μακάρι να εκπληρώσω όλα εκείνα που ευχόσουν για μένα. Να γίνω σαν και εσένα.Τόσο όμορφη λες και το φεγγάρι σ΄είχε λούσει με τα ομορφότερα φώτα του μα ταυτόχρονα και τόσο έξυπνη. Μα είμαι μόνη πια. Ξέρω ο μπαμπάς πάντα θα με στγρίζει, θα με αγαπά και πάντοτε θα μου δίνει τα απαραίτητα εφόδια καικίνητρα. Μα χωρίς εσένα είμαι μισή. Δεν μπορώ, δεν θα τα καταφέρω. Σε λίγο ενηλικιώνομαι μα χώρια σου δεν μπορώ μαμά. Το μόνο που απέμεινε από εσένα είναι το κόκκινο φόρεμά σου και τρεις φωτογραφίες σου. Φοβάμαι μην σε ξεχάσω ∙ Μην ξεχάσω το άγγιγμά σου, τη μυρωδιά σου μα όχι δεν μπορεί. Θα σε θυμάμαι πάντα. ΠΑΝΤΟΤΕ.» Η Νάντια έχασε την μητέρα της πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, ήδη από την πολύ νεαρή ηλικία των έξι ετών. Όπως ισχυρίζεται και εκείνη ¨ήρθε το τέλος¨ όταν πλέον η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη λόγω του καρκίνου που δυστυχώς δεν κατόρθωσε να καταπολεμήσει.
Μερικά δάκρυα κύλισαν στο ημερολόγιο της αλλά εκείνη δεν μπορούσε να σταματήσει να γράφει. «Πλέον ζω και αναπνέω από τις φωτογραφίες σου. Για πόσο ακόμα θα αντέξω. Μαμά δεν γελάω πια. Είχες πει πως θα είσαι για πάντα κοντά μου, θα μου κρατάς το χέρι και θα με βοηθάς σε κάθε δυσκολία. Γιατί έφυγες μακριά μου. Ξέρω δεν ήθελες αλλά το αποτέλεσμα είναι ίδιο και απαράλλαχτο. Αυτό το αποτέλεσμα που κάνει τη ζωή μου μίζερη και ανιαρή. Χωρίς εσένα τίποτα δεν είναι ίδιο. Δεν έχω άλλη αγάπη να δώσω, δύναμη να ερωτευτώ καικουράγιο να χαμογελώ. Πολλοί προσπάθησαν να με πλησιάσουν, να με γνωρίσουν όμως τίποτα δεν άλλαξε. Όλα διαφορετικά χωρίς εσένα μαμά. Σε μια στιγμή όλα άλλαξαν.Αντιμετωπίζω τους ανθρώπους με υποτιμητικό τρόπο. Ακόμη και όταν ο μπαμπάς μουείπε για την μετακόμιση. Του φώναζα και έκανα σαν τρελή. Μια Νάντια που σίγουραδεν θα ήθελες να ξέρεις και να γνωρίζεις. Καταβάθως αναγνωρίζω πως το έπραξεκαι το πρότεινε για το καλό μου. Υπέθετε πως αν άλλαζα περιβάλλον θα ξεκλειδωνόμουν από το κουτί μου. Το κουτί που μέσα του στριγγλίζουν και αναζωπυρώνονται οι σκέψεις του θανάτου σου που μου στοιχειώνουν το μυαλό κάθε μέρα και πιο πολύ. Δεν έχουν μείνει πια πολλοί κοντά μου εάν εξαιρέσουμε τον μπαμπά και τη Ρέα. Θυμάσαι; Η Ρέα είναι το γειτονάκι μου το κοριτσάκι που κρατούσε το χέρι μου στο νοσοκομείο όταν περιμέναμε τις εξελίξεις και...» Η Νάντια σάστισε. Οι σκέψεις της στοίβες που της βασάνιζαν το μυαλό. Μα όλα αυτά έπρεπε να τα αποβάλλει.
«Από τότε η Ρέα δεν μου ξανακράτησε το χέρι όχι γιατί δεν το ήθελε αλλά γιατί δεν την άφησα. Παρόλο που της μίλησα απότομα πολλές φορές και την έδιωξα από κοντά μου δεν έπαψε να με φροντίζει και να με σκέφτεται. Εκείνη και η μητέρα της, η καλύτερή σου φίλη, η κυρία Λένα πάντα μας φέρνουν δώρα επιστρέφοντας από τα ταξίδια τους και συχνά μας καλούν στα Κυριακάτικα, οικογενειακά τραπέζια τους παρά την αρνητική μας απάντηση. Αυτή η μέρα θέλω να ξέρεις πως είναι διαφορετική όχι επειδή είναι τα γενέθλια μου αλλά επειδή σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια σε έχασα. Ελπίζω να με ακούς από εκεί ψηλά, να με νιώθεις και αν μπορέσεις να κάνεις αυτό που κανείς ως τώρα δεν έχει καταφέρει. Να με καταλάβεις. Κατάλαβέ με μαμά. »
Ξάφνου χτύπησε η πόρτα ήταν η Ρέα και ο μπαμπάς της Νάντιας. Μπήκαν στο δωμάτιο της πιστεύοντας πως δεν θα θυμόταν. Μα βλέποντας τη Νάντια με το ημερολόγιο στα χέρια και με τα μάτια της ξεχειλισμένα από δάκρυα μπορούσαν ήδη να προβλέψουν την αντίδραση της. «Μα πόσες φορές θα το πω; Αυτή την μέρα δεν θέλω να τη γιορτάσω. Δεν γιορτάζω πια τα γενέθλια μου και το ξέρετε και οι δυο σας πολύ καλά!» Φώναξε η Νάντια κλείνοντας με δύναμη τη πόρτα. Η μικρή πλέον δεκαεξάχρονη ξέσπασε σε κλάματα και λυγμούς παίρνοντας αγκαλιά το μαξιλάρι της.
Η Ρέα κατέβηκε με φόρα τις σκάλες. Θυμωμένη και νευριασμένη θέλησε να μιλήσει στον μπαμπά της Νάντιας. «Κύριε Πάνο δεν αντέχω άλλο αυτή τη κατάσταση. Πού πήγε η φίλη μου, η κολλητή μου; Τι την παγίδευσε; Την καταλάβαινα, την κατανοούσα όμως δεν γίνεται να ζει πια έτσι. Δεν της αξίζει. Δεν ξέρω εάν συμφωνείτε ή όχι πάντως εγώ θα της μιλήσω. Πρέπει να μάθει ίσως ξαναζωντανέψει. Ίσως ξαναθελήσει να ¨ζήσει¨ και όχι απλά να επιβιώνει και να αφήνει τον χρόνο να κυλά άσκοπα. Θα την βοηθήσω και θα τα καταφέρω. Θα φέρω ξανά το Ναντιάκι μου πίσω!»
VOUS LISEZ
'Ο,τι δεν πρόλαβες να τελειώσεις εσύ
AventureΗ Νάντια, ένα εσωστρεφές, δεκαεξάχρονο κορίτσι γεμάτο ηττοπάθεια και έλλειψη αυτοπεποίθησης για τον εαυτό της. Ένα μυστικό που θα ανακαλύψει λόγω του θανάτου της μητέρας της και θα καταπολεμήσει τους μεγαλύτερους φόβους της. Άραγε μέσα από τις στάχτ...