Κεφάλαιο XXXV

1.1K 100 5
                                    

~Τέσσερις μέρες μέρα

Η οθόνη του κινητού του είχε την μορφή της στη οθόνη του . Ήταν από παλιά .. εκείνα τα χρόνια που τον λάτρευε και την λάτρευε . Εκείνος ακόμη την λάτρευε . Όμως εκείνη ; Τι άραγε ένιωθε ;
Θυμόταν πολύ καλά τη ημέρα που εκείνη η φωτογραφία είχε τραβηχτεί.

7 χρόνια πριν .
Γελούσε τόσο δυνατά που κανείς θα νομιζε πως όλο το πλοίο θα τους είχε ακούσει .
Τα μακρυά σκουρόχρωμα μαλλιά της μπερδεύονταν στον άνεμο καθώς έπαιζαν μαζί τους . Το κίτρινο φόρεμα που φορούσε ανέμιζε και αυτό χορεύοντας σε έναν ατελείωτο χορό.
Εκείνος καθόταν σε μια απο τις μικροσκοπικες καρέκλες στο κατάστρωμα καθώς την παρακολουθούσε να κοιτάζει τα κύματα που άφηναν από πίσω τους . Είχε στηρίξει το λεπτό κορμί της πάνω στα κάγκελα . Τα μαγευτικά της μάτια κοίταζαν με λαχτάρα το απέραντο γαλάζιο .
Το κορίτσι που είχε ερωτευτεί και ας μην το παραδεχόταν στέκονταν μπροστά του ξέγνοιαστο , αφημένο στην μαγεία της απέραντης θάλασσας .
Τα σκοτεινά του μάτια της παρακολουθούσαν μέσα από τα μαύρα γυαλιά του . Ένα ανεξήγητο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του . Ποσο είχε αλλάξει ;
Μέσα στους λίγους μήνες που έμενε μαζί του έβλεπε τον εαυτό του να αλλάζει .
Δεν ήταν π σκληρός άντρας που ήταν πριν την γνωρίσει . Της φέρονταν υπερβολικά καλά , σχεδόν άριστα . Δνε ξεσπούσε πανω της όταν ήταν εκνευρισμένος , προτιμούσε να κλείνεται με τις ώρες στο γραφείο του και να βγάζει το θυμό του στο ποτό και τα έπιπλα του .
Του άρεσε να τη παρακολουθεί . Να βλέπει την παιδική ακόμη αφέλεια της . Τπ αθώο χαμόγελο της με κάθε τι καινούργιο που έβλεπε .
Του άρεσε να τηβ παρακολουθεί το βράδυ καθώς κοιμόταν πάνω στο κρεβάτι του .
Φερόταν σαν ερωτευμένος .
Χαμογέλασε περισσότερο και κούνησε ελάχιστα το κεφάλι του . Όσο και εάν του άρεσε η περιπέτεια του μαζί της γνώριζε πως δνε την είχε ερωτευτεί . Εκείνος δεν γινόταν ποτε να ερωτευτεί.
Τρόμαζε και μόνο στη ιδέα πως θα μετατρεπόταν στον πατέρα του και θα κακοποιούσε τηβ οικογένεια που θα εοχε δημιουργήσει όπως ακριβώς έκανε και εκείνος με την μητέρα , την αδερφή του και τον ίδιο .

Έδιωξε την σκέψη απο το μυαλό του ανάβοντας τσιγάρο και σηκώθηκε για να την πλησιάσει
Η Αριάδνη έγειρε τπ κεφάλι της προς το μέρος του χαμογελώντας αχνα .
Η καρδιά της χτυπουσε ξανά ακανόνιστα όπως έκανε κάθε φορά που βρισκόταν δίπλα του . Ήταν χαζή , με όνειρα απατηλά το γνώριζε . Είχε ερωτευτεί κάποιον που την κρατούσε κοντά του για διασκέδαση , κάποιον που θα την πετούσαν όλος έβρισκε καινούργιο παιχνίδι .
Κι όμως κάθε φορά που αντικρυζε το σκοτεινό του βλέμμα δνε μπορούσε παρα να νιώθει μια περίεργη έξαψη στο κορμί της .
«Δεν σου είπα πως δεν μου αρέσει να καπνίζεις ;»
«Κι εγώ σου έχω απαντήσει αμέτρητες φορές πως δεν είσαι σε θέση να μου λες τι να κάνω μικρή .»
«Κανείς κακό στον εαυτό σου . Σκέψου απλώς όσους νοιάζονται γι εσένα .»
Ο Αλεξ κάγχασε δυνατά .
«Κανένας δνε νοιάζεται για εμένα μικρή .»
Τράβηξε μια δυνατή τζούρα από το τσιγάρο του και άφησε τον καπνό να βγει από τα ρουθούνια του με δύναμη . Το γκρίζο σύννεφο σχηματίστηκε στον καθαρό αέρα πριν χαθεί τελείως στην ατμόσφαιρα .
Η Αριάδνη Ξεφυσιξε απογοητευμένη . Τόσο καιρό προσπαθούσε να τον κάνει να δει , να καταλάβει πως είχε εκείνη δίπλα του . Πως κάθε στιγμή που θα την είχε ανάγκη εκείνη θα έτρεχε δίπλα του να τον φροντίσει .
Ο άντρας δίπλα της γύρισε να την κοιτάξει . Έβγαλε τα γυαλιά από τα μάτια του και παρατήρησε προσεκτικά την μορφή της .
Το βλέμμα της έμοιαζε σκοτινιασμενο και νωθρό καθώς δεν τον κοίταζε πλέον Α αλλά απλονωταν στο τοπίο μπροστά τους .
Αναστέναξε σιωπηλά πριν απλώσει τα χέρια του και με απαλές κινήσεις την γυρίσει προς το μέρος του ,
Ο αέρας έφερνε την μυρωδιά από τα μεταξένια μαλλιά της στα ρουθούνια του πλημμυρίζοντας τον από μια ανεξήγητη ευφορία .
Την κοιτούσε έντονα , με τον τρόπο που γνώριζε πως της άρεσε, με τον τρόπο που γνώριζε πως μπορούσε να έχει τηβ προσοχή της .
Τα μοβ της μάτια είχαν ανεξήγητα σκουρινει μάλλον από θυμό , ίσως από στεναχώρια. Ένιωθε υπεύθυνος γι αυτή την μετάπτωση της ψυχολογίας της και σκόπευε να το επανορθώσει .
«Άρια ...»
«Δνε χρειάζεται να μου πεις τίποτα ! Απλώς ..»
Την είδε να πέρνει μια βαθειά ανάσα πριν συνεχίσει αυτό που ήθελε να του πει .
Ο ίδιος παρέμενε σιωπηλός . Περιεμενε το ξέσπασμα της . Τόσο καιρό που ήταν μαζί της , δεν την είχε δει ούτε μια φορά να του φωνάζει , έστω να φέρνει αντίρρηση σε οτιδήποτε της έλεγε .
Λάτρευε τον πιθινιο χαρακτήρα της μέχρι τώρα . Μέχρι τωρά ου κατάλαβε ποσο σαγηνευτικός ήταν ο άγριος εαυτός της .
Προσπάθησε πολύ για να κρύψει ένα πονηρό χαμόγελο που απειλούσε να εμφανιστεί στο πρόσωπο του .
«Απλώς Σταματα να βλέπεις μόνο τον εαυτό σου ! Σταματα να το παίζεις σκληρός και απόμακρος εξαιτίας του ότι συνέβη στο παρελθόν ! Υπάρχουν άνθρωποι που σε νοιάζονται ! Κοίταξε λίγο γύρω σου !»
Τα δάκρυα ηταβ έτοιμα να κυλήσουν από τα μάτια της . Πριν προλάβει να την δει έτρεξε μακρυά του αφήνοντας τον προβληματισμένο .
Τα λόγια της τριγυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό του, ενώ τελείωνε το τρίτο του τσιγάρο .
Εκείνη τον νοιαζόταν ;
Αν όχι ποιος άλλος ; Δεν του είχε μείνει κανένας . Ούτε συγγενείς ούτε φίλος . Και από την άλλη του φαινόταν αδύνατον εκείνη να νοιαζόταν .
Δεν έπρεπε να το κάνει . Κανένας δεν έπρεπε .
Δεν του άξιζε . Δεν ήταν καλός άνθρωπος .

Εκνευρισμένος με τις σκέψεις του πέταξε την γόπα στη θάλασσα και πήγε να την βρει . Η καρδιά του χτυπουσε ανεξέλεγκτα στην σκέψη πως θα την έβλεπε κπροστα του .
Θα ήταν ακόμη θυμωμένη μαζί του ; Γιατί τον ένοιαζε τόσο πολύ αυτό;
Μπήκε μέσα στηβ καμπίνα τους . Καθόταν στο κρεβάτι τους θλιμμένη , τα μάτια της ήταν θολά από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπο της .
Έσκυψε για να την φτάνει . Το χέρι του τρέμοντας μάζεψε τα δάκρυα της , σηκώνοντας απαλά το πρόσωπο της για να τον κοιτάζει .
«Μην κλαις.»
«Τι σε νοιάζει ;»
«Δεν αξίζει να το κανεις ...»
«Δεν ξέρεις εάν αξίζει ή όχι .»
«Δεν το αξίζω εγώ . Είμαι τελειωμένος .»
«Δνε είσαι ... εάν ..εάν με άφηνες να σε πλησιάσω θα σε βοηθούσα .»
«Δεν υπάρχει κάτι που θα μπορυοσες να κανεις ... έχω χαθεί εδώ και χρόνια.»
«Νομίζεις ο ως μοιάζεις με τον πατέρα σου γι αυτό το κανεις . Μα εγώ βλέπω πίσω από τα τείχη που έχεις προσπαθήσει να υψωσεις . Ξέρω ποισο είναι ο αληθινός Αλεξ .»
«Τίποτα δεν ξέρεις Σταματα .»
Η Αριάδνη σιώπησε απότομα . Γνώριζε που θα κατέληγε όλο αυτό εάν συνέχιζε .
Προτίμησε να ρίξει το βλέμμα της στο πάτωμα και να πάψει να χάνεται μέσα στα σκούρα του μάτια .
Παρέμειναν έτσι για λίγο . Σιωπηλοί , ήρεμοι . Το χέρι του άγγιζε τα γόνατα της ευλαβικά , λες και θα την έσπαγε εάν έβαζε περισσότερη δύναμη .
Ξαφνικά το βάρος του έφυγε από πάνω της . Συνέχιζε να κοιτάζει το πάτωμα με επιμονή , τρομαγμένη η για το τι θα μπορούσε να αντικρυσει .
Άκουγε τα σιγανά του βήματα σε όλο το χώρο μέχρι που σταμάτησαν για λίγο πριν ξαναγυρίζει κοντά της .
«Έλα . Πάμε έξω .»
«Τι να κάνουμε ;»
«Έλα θα δεις .»
Σηκώθηκε έχοντας του εμπιστοσύνη . Όταν πλέον βγήκαν στο κατάστρωμα παρατήρησε την κάμερα του στο δεξί του χέρι .
«Από ποτε βγάζεις φωτογραφίες ;»
«Το κάνω που και που .. για να ηρεμώ . Έλα κάθισε θα βγάλω εσένα .»
«Εμένα ;»
«Ναι Βεατρίκη . Θέλω μια φωτογραφία σου.»
«Δνε βγαίνω καλή σε αυτές ... άστο καλύτερα βγάλε το τοπίο . Εγώ θα καθίσω σε μια καρέκλα και θα σε βλέπω.»
Ο Αλεξ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του . Ένα διαβολικό χμαπγελο έκανε εμφανή τα λευκά του δόντια .
«Εσένα θα βγάλω . Μην το κανεις πιο δύσκολο . Μια φωτογραφία είναι μόνο .»
Η Αριάδνη χαμογέλασε αχνα και τον πλησίασε περνώντας τα χέρια της γύρω από την κουπαστή του πλιου

~τώρα ~
Ένιωθε τα μάτια του να τον τσούζουν . Οι αναμνήσεις τον πονούσαν ακόμη περισσότερο . Τέσσερις μέρες ... τόσες είχαν περάσει από την τελευταία εντολή που του είχαν στείλει . Και αύριο θα ήταν η τελευταία μέρα πριν λήξει η προθεσμία .
Κοίταξε άλλη μια φορά την φωτογραφία . Έπειτα έκλεισε τα μάτια του πονεμένα , σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και έπιασε αδιάφορα ένα από τα αλκοολούχα ποτά στον γραφείο του .
Το εσωτερικό του άδειασε μέσα του καίγοντας ότι του προκαλούσε πόνο ....

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18حيث تعيش القصص. اكتشف الآن