Κεφάλαιο 10

1K 124 7
                                    

Προχωράμε σιωπηλοί ανάμεσα στα θεόρατα δέντρα και την πυκνή βλάστηση του εδάφους. Προσπερνάμε ξέφωτα, τα οποία διασχίζουν ρυάκια, μικρούς καταρράκτες από τους οποίους αναβλύζει κρυστάλλινο νερό και συναντάμε σκίουρους, αλεπουδίτσες, λαγούς και φυσικά αμέτρητα είδη πουλιών που κουρνιάζουν στη σκιά των δέντρων. Παρά την ομορφιά του τοπίου γύρω μου δεν μπορώ να απολαύσω καμία στιγμή, να θαυμάσω για μερικά λεπτά το μαγευτικό σκηνικό. Το μυαλό μου ταλανίζουν σκέψεις που προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά. Όλες αυτές οι πληροφορίες που έλαβα από τον Αχιλλέα είναι υπερβολικά πολλές για μία μέρα. Μέσα σε μια στιγμή γκρεμίστηκε ο κόσμος στον οποίο έμαθα να ζω δεκαεφτά χρόνια. Μέσα σε μια στιγμή έσκασε η φούσκα που με προστάτευε αποκαλύπτοντας μια ζοφερή αλήθεια, έναν απειλητικό κόσμο, φρικτό και απάνθρωπο.

«Πάντως είσαι από τους ελάχιστους που αποδέχτηκαν αμέσως την αλήθεια», διακόπτει ο Αχιλλέας τις σκέψεις μου.

Γνέφω ανίκανη να αρθρώσω λέξη. Και τι να απαντήσω άλλωστε; Πως πάντα ένιωθα διαφορετική; Πως είχα προσκολληθεί τόσο έντονα στον αδερφό μου, επειδή ένιωθα πως μόνο αυτός με καταλάβαινε; Πως είχα αρκεστεί να ζω σε μία φαινομενικά τέλεια κοινωνία αποχωρίζοντας τον πραγματικό μου εαυτό, απλά και μόνο γιατί δεν ήθελα να πάω κόντρα στο ρεύμα;

Αισθάνομαι τόσο ανόητη. Μα ταυτόχρονα και προδομένη, ταπεινωμένη. Ο Ιάσονας πάντα προσαρμοζόταν εύκολα σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Στο σχολείο ήταν ο πιο δημοφιλής, ο πιο περιζήτητος. Εγώ πάντα ζούσα στη σκιά του. Δυο φίλες είχα μόνο και πάλι δεν αισθανόμουν ολοκληρωμένη στο ζήτημα της φιλίας. Πώς ήταν δυνατόν εκείνος, ο οποίος είχε εισχωρήσει τόσο βαθιά σε αυτόν τον ουτοπικό κόσμο, να γίνεται επαναστάτης; Η συμπεριφορά του μόνο αντισυμβατική δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εκείνο τον καιρό. Κι ακόμη κι αν έμαθε την αλήθεια γιατί ποτέ δεν την είπε σε εμένα; Πώς μπόρεσε να κρατήσει τόσα μυστικά από τη δίδυμη αδερφή του, όταν εγώ μοιραζόμουν κάθε ενδόμυχη σκέψη μου μαζί του; Γιατί, γιατί, γιατί;

«Είσαι καλά;», ρωτάει ανήσυχα ο Αχιλλέας επαναφέροντάς με στο παρόν. Το πρόσωπό του έχει πλησιάσει το δικό μου και τα καφετιά του μάτια με διερευνούν. «Φαίνεσαι χλωμή».

«Είμαι… εντάξει», απαντώ παρόλο που η φωνή μου μαρτυράει το ακριβώς αντίθετο κι αισθάνομαι μια απίστευτη ζαλάδα.

«Καλύτερα να κάνουμε μια στάση», προτείνει και στη συνέχεια με οδηγεί σε ένα μικρό ξέφωτο λίγο πιο πέρα, περιτριγυρισμένο από πανάρχαια δέντρα.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerDonde viven las historias. Descúbrelo ahora