Κεφάλαιο 72

36 6 8
                                    

Κωστή POV

Είχε νυχτώσει. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός με εκατοντάδες αστέρια να εκτείνονται σε όλη του την έκταση. Ο δροσερός αέρας διαπερνούσε το πουκάμισο μου κάνοντας με να ανατριχιάσω. Ο ήχος που έκαναν τα κύματα ενώ έσκαγαν μαλακά στην ακτή με ηρεμούσε.

Ένιωσα το κινητό να δονείται στην τσέπη μου. Το έβγαλα και απάντησα τοποθετώντας το δίπλα στο αυτί μου.

"Κωστή, βγήκαν από την εντατική" είπε η Μαρία από την άλλη γραμμή.

"Είναι καλά;" ρώτησα και σηκώθηκα βιαστικά.

"Έλα από εδώ" είπε και έκλεισε γρήγορα το τηλέφωνο.

Το έβαλα ξανά στην τσέπη μου και άρχισα να διασχίζω την παραλία ώστε να φτάσω στον δρόμο.

Τα αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα μου με θόρυβο αλλά δεν με απασχολούσε. Ένιωθα τις γάμπες μου να καίγονται. Η διαδρομή μου φαινόταν ατελείωτη. Το σκοτάδι ήταν τρομακτικό.

Μόνο να είναι καλά.

[...]

Μετά από, περίπου, είκοσι λεπτά έφτασα έξω από το ψηλό κτήριο του νοσοκομείου. Φοβόμουν να περάσω την είσοδο, να ανέβω τις σκάλες και να τους αντικρίσω ξανά. Δεν είχα επιλογή, όμως. Πήρα μια μεγάλη ανάσα και πέρασα στο εσωτερικό. Η μυρωδιά από φάρμακα αμέσως με κατέκλεισε. Άνδρες και γυναίκες ντυμένοι με λευκές ρόμπες περνούσαν με γρήγορα βήματα από μπροστά μου. Άνθρωποι κάθονταν σε καναπέδες και πλαστικές καρέκλες ανυπόμονοι.

Πέρασα τη ρεσεψιόν και ανέβηκα τις σκάλες ως τον τρίτο όροφο. Έστριψα δεξιά και τους είδα όλους να κάθονται με κατεβασμένο το κεφάλι. Πλησίασα και τότε αντιλήφθηκαν την παρουσία μου.

"Τι έγινε;" ρώτησα και η φωνή μου έσβησε από την κούραση.

"Κάτσε" είπε η Σίσσυ και σηκώθηκε προσφέροντάς μου τη θέση της.

"Απλά πείτε μου τι έγινε" είπα και η φωνή μου ήταν δυνατή.

"Ηρέμησε, μην φωνάζεις. Σε νοσοκομείο βρίσκεσαι" είπε η μητέρα του Τεό και με κοίταξε.

"Αν δεν σας αρέσει να φύγετε" είπα και κατέβασα ελάχιστα τον τόνο της φωνής μου.

"Είναι το παιδί μου εκεί μέσα" είπε και έδειξε το δωμάτιο μπροστά μας "Δεν θα το αφήσω μέχρι να βγει από εδώ" συνέχισε.

"Ε τότε σκα-" η κυρία Εβελίνα δεν με άφησε να ολοκληρώσω.

"Κωστή, είμαστε όλοι ταραγμένοι και κουρασμένοι. Δεν χρειάζεται, όμως, να ξεσπάμε στους άλλους. Σε παρακαλώ" είπε γλυκά και η φωνή της ακουγόταν σταθερή.

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και ας μην με κοιτούσε κανείς. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες από μέσα μου και προσπάθησα να ελέγξω τον εαυτό μου.

"Θα μου πει κάποιος τι έχει συμβεί;" ρώτησα ήρεμα αυτή τη φορά.

"Βγήκαν από την εντατική και προσωρινά διέφυγαν τον κίνδυνο. Βρίσκονται σε κώμα και δεν ξέρουμε πότε θα ξυπνήσουν και αν. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε. Άμα θες μπορείς να πας να τη δεις" είπε η Μαρία και πρώτη φορά την άκουγα τόσο σοβαρή.

Δεν απάντησα. Προχώρησα προς την πόρτα και, βάζοντας ελάχιστη δύναμη στο πόμολο, την άνοιξα. Περπάτησα στο εσωτερικό και την έκλεισα πίσω μου απαλά. Το δωμάτιο ήταν ψυχρό.

Έκατσα στην καρέκλα που βρισκόταν δίπλα από το κρεβάτι και τότε σήκωσα τα μάτια μου στο πρόσωπο και το σώμα της. Ήταν χλωμή. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ανέκφραστα και χαλαρά. Χιλιάδες καλώδια ήταν συνδεδεμένα επάνω της. Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο δικό της και μπορούσα να νιώσω τη ζέστη της. Τα μάτια της ήταν κλειστά αλλά ήξερα πως ό,τι και να της έλεγα θα με άκουγε.

"Θυμάσαι πως γνωριστήκαμε; Εκείνη την πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο σε κοίταξα από την άλλη άκρη. Στεκόσουν εκεί και μιλούσες στις φίλες σου ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι κοιτούσα. Θαύμαζα τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά σου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Οι γωνίες των χειλιών μου σχημάτισαν ένα μικρό χαμόγελο, καθώς κοιτούσα τα χέρια μου. Πότε θα μου χαμογελάσει έτσι; Δεν μπορεί να είμαι εγώ αυτός που της αρέσει. Ήμασταν τόσο διαφορετικοί. Πως θα μπορούσε ένα τόσο όμορφο κορίτσι σαν εσένα με ένα αγόρι σαν εμένα;

Συγκεντρώνοντας τις σκέψεις μου μαζί σε κοίταξα ξανά. Αλλά αυτή τη φορά με κοιτάς με τα μάτια σου. Γύρισα και αναρωτιόμουν ποιος βρισκόταν πίσω μου για να με κοιτάς τόσο έντονα. Κανείς δεν ήταν πίσω μου. Και όταν κατάλαβα ότι με κοιτάς σου ορκίζομαι ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Συγκέντρωσα τα τελευταία μου κομμάτια θάρρους και κλείδωσα τα μάτια μου με τα δικά σου. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο με μια αγάπη που κανείς δεν μπορούσε να ακούσει αλλά όλοι μπορούσαν να δουν. Ένιωσα σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος και ήμασταν μόνο εσύ κι εγώ. Ήμασταν εκεί για λίγο μέχρι οι φίλοι μας να μας ζητήσουν την προσοχή μας ξανά. Μετά η επαφή με τα μάτια έγινε πιο συχνή, τα μάτια μας πάντα ψάχνουν ο ένας τον άλλο εκεί που πάμε. Ελπίζω τα μάτια μας να είναι αδερφές ψυχές γι'αυτό θα σε βρίσκω πάντα, σε όποιο μονοπάτι παίρνω στη ζωή" είπα και έτριψα με τον αντίχειρα μου το χέρι της.

Νομίζω μου βγήκε πολύ ρομαντικό:(

Τελειώνει σε 3 κεφάλαια η ιστορία:(

Angelic Touch Where stories live. Discover now