Κεφάλαιο XLI

997 103 16
                                    

~~ 7 χρόνια πριν
Ελάχιστο φως μπορούσε  να εισχωρήσει στο μεγάλη ο δωμάτιο από τις μικρές χαραμάδες του πατζουριου . Το μεγαλύτερο μέρος ήταν βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι . Εκείνο που είχε καταπιεί τον ιδιοκτήτη του και τον τραβούσε στον πάτο κάθε μέρα και περισσότερο . Οι μορφές στους πίνακες έμοιαζαν με δαίμονες βγαλμενους από κάποιο φρικιαστικό βιβλίο , τα πράγματα ήταν ήταν τοποθετημένα σε μια ανεξήγητη ακαταστασία .
Σεντόνια και ρούχα πεταμένα σε κάθε γωνία . Το θέαμα έμοιαζε ανατριχιαστικό και αποτροπιαιο στο μάτι οποιουδήποτε
Μια ηλιαχτίδα φωτός έπεσε πάνω στα μάτια της αναγκάζοντας την να τα ανοίξει . αμέσως μετά ήθελε να τα ξανακλείσει και να μην τα ανοίξει ποτε ξανά . Κάθε σημείο του κορμιού της πονούσε. Η ψυχή της τεμαχισμένη σε χιλιάδες κομμάτια , πεταγμένα στην άκρη του βρώμικος δωματίου . Εκεί που θα την άφηνε πλέον για πάντα .
Ηθελε να κλάψει . Να μπορέσει να ξεσπάσει όμως τα δάκρυα δεν έβγαιναν πλέον από μέσα της . Λες και ούτε εκείνα είχαν την δύναμη να ελευθερωθούν .
Με μεγάλη προσπάθεια γύρισε το βλέμμα της στην άλλη πλευρά του κρεβατιού . Ήταν ακόμη ξαπλωμένος δίπλα της . Τα ρούχα έλειπαν από το κορμί του που γυάλιζε στο λιγοστό φως . Τα μαύρα μαλλιά του έπεφταν ανακατεμένα πάνω στο πρόσωπο του . Οποιαδήποτε άλλη μέρα το θέαμα θα την εκανε να ανατριχιάσει από επιθυμία για να βρίσκεται μαζί του .
Πλέον όμως το μόνο που αισθανόταν ήταν μίσος και απέχθεια . Τόση πολύ που εάν μπορούσε να τον σκότωνε .
Σηκώθηκε από το κρεβάτι στηριζόμενη στους τοίχους . Εμα μισό σχισμένα σεντόνι κάλυπτε το μελανιασμένο της σώμα . Πέρασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου . Φοβόταν Μα αντικρυσει τον εαυτό της . Ήταν κάτι που θα απέφευγε πλέον .
Σύρθηκε μεσα στο το μπάνιο . Το κρύο νερο έπεφτε με δύναμη στο κορμί της κάνοντας τις πληγές της να τσούζουν . Με το ζόρι κρατούσε μια απελπισμένη κραυγή να βγει από μέσα της .
Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει ακατάπαυστα , σαν τα γρανάζια ενός ακριβούς ρολογιού . Έπρεπε να βρει τρόπο να φύγει από εκείνη την φυλακή , μακρυά από εκείνον .
Ξαφνικά ένιωθε να της λείπει το μικρό της σπίτι . Με τους κουχλιασμενους τοίχους και τα άδεια από το ποτό μπουκάλια του πατέρα της .
Της έλειπε και ο πατέρας της . Ήθελε με κάθε τρόπο να τον αγκαλιάσει , να τον δει κρυφά να κλαίει . Ακόμη και οι βωμολοχίες του της είχανε λείψει όσο ποτε αλλωτε .
Τουλάχιστον εκείνος δεν άπλωσε το χέρι του πάνω μου ...
σκέφτηκε θλιμμένη καθώς φορούσε καθαρά ρούχα παρότι ήξερε πως δνε θα ένιωθε ποτε της πια καθαρή .
Δίχως να το σκεφτεί παραπάνω μπήκε στο γραφείο του . Έπρεπε να βρει παση θυσία το συμβόλαιο που τηβ είχε βάλει να υπογράψει. Έπρεπε παση θυσία να βρει κάποια δικλείδα ασφάλειας . Έναν τρόπο που θα την έστελνε μακρυά του .
«Άρια;»
Η βαριά φωνή του , σημάδι πως μόλις είχε ξυπνήσει, τηβ έκανε να αναπηδησει . Με κεκτημένη ταχύτητα βγήκε απ Ότο γραφείο στον διάδρομο του σπιτιού . Μόνο τότε κατάλαβε πως τα γόνατα , τα χέρια της , ολόκληρο το σώμα της έτρεμε από τον φόβο και κονο στο άκουσμα της φωνής του .
Ο άνθρωπος που μέχρι εχθές αγαπούσε και ήθελε να περάσει την ζωή της μαζί του , τώρα την έκανε να βλέπει εφιάλτες .
Όπως στα μικρά παιδιά έλεγαν ιστορίες για τέρατα κάτω από τα κρεβάτια τους σκέφτηκε . Ποτε της δεν είχε πιστέψει σε τέτοιες ανόητες ιστοριούλες . Ήταν πιο ώριμη από ότι οι άλλοι γύρω της . Όμως τώρα καταλάβαινε το ηθικό δίδαγμα εκείνης της ανόητης ιστοριας
Το κακό υπάρχει παντού. Σε κάθε πτυχή της ζωής σου . Και είναι μοχθηρό όπως κριβως ένα τέρας . Κρύβεται καλά μέχρι να φανερωθεί και να σε κατασπαράξει . Ο άντρας στο διπλανό δωμάτιο ήταν το δικό της τέρας . Εκείνο που για αρκετό καιρό γνώριζε πως θα τις έδινε λόγους για να μείνει ξύπνια τα βραδιά .
Η φιγούρα του . Αγουροξυπνημένη εμφανίστηκε μπροστά της κάνοντας την καρδιά της να σταματήσει .
Η πλάτη του ηταβ γυρισμένη προς το μέρος της . Δεν την είχε δει ακόμη . Θα ερεπε να φύγει . Πριν την καταλάβει . Ομως τα πόδια της ήταν ανίκανα να υπακούσουν στις εντολές του μυαλού της .
Έστεκε εκεί .να τον παρατηρεί αμίλητη , με τηβ ελπίδα πως όλα ήταν ένα ας ήμουν όνειρο και θα ξυπνούσε σύντομα .
Έριξε άλλη μια μάτια στους καρπούς των χεριών της . Ακόμη μελανιασμένο από το έντονο σφίξιμο των σκινιων . Όχι . Ότι συνέβη εχθές δεν ήταν ένα όνειρο ,Μα γ ωμή πραγματικότητα που έπρεπε να αντιμετωπίσει .
Η φιγούρα μπροστά της γύρισε βασανιστικά αργά και την κοίταξε .
Τα μάτια του ήταν γαλήνια Μα ακόμη μισόκλειστα . Είχε ξυπνήσει μόλις λίγα λεπτά πριν .
Δε έπαυε να είναι γοητευτικός . Δεν θα μπορούσε ποτε να το αρνηθεί αυτό . Όσο και εάν ήθελε να μην συμβαίνει . Γνώριζε πως το είχε ερωτευτεί και θα παρέμενε ερωτευμένη μαζί του για πάντα . Αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να κλειδώσει τα αισθήματα της και να αφήσει το μίσος της για το πρόσωπο του να φανεί στην Επιφάνια .
«Άρια σου φωνάζω τόση ώρα . Εδώ ήσουν .»
Σιωπή . Δεν του είπε τίποτα . Με όλες της τις δυνάμεις προσπαθούσε να σταθεί απέναντι του , στο ύψος της .
Τα βήματα του ήταν προς το μέρος της . Πλησίαζε απειλητικά κοντά της . Αντανακλαστικά έκανε μερικά βήματα πίσω . Διατηρώντας την απόσταση για όσο μπρουσε .
Ο Αλεξ την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω . Εστιάζοντας στα τραύματα της . Μια θολούρα κάλυπτε το μυαλό του , εμποδίζοντας τον να δει τα χθεσινά γεγονότα . Όπως συνέβαινε κάθε χρόνο την ίδια μέρα . Την μόνη μέρα που γινόταν το τέρας που έμοιαζε στον πατέρα του .
Πρόσεξε τα μάτια της . Γεμάτα φόβο τον κοιτούσαν . Ήταν κόκκινα και πρισμενα από το κλάμα .
«Τι σου έχει συμβεί Βεατρίκη ;» Αναρωτήθηκε από μέσα του προσπαθώντας να την πλησιάσει .
Πίεζε τον εαυτό το να θυμηθεί Μα δεν μπορούσε . Ήταν αδύνατον να ανακαλέσει σην μνήμη του τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς .
«Άρια τι σου συνέβη ;» Η φωνή του ήταν γλυκιά και καθησυχαστική , ωστόσο μόνο αναστάτωση μπορούσε να της φέρει . Π θυμός που έβραζε μέσα της απειλούσε να βγει προς σα έξω . Την ρωτούσε . Ήθελε να έχει την ηθική ικανοποίηση να ακούσει δα όσα της έκανε ; Μπρουσε άραγε να είναι τόσο σκληρός στα αλήθεια ;
«Α..αλήθεια τολμάς να με ρωτάς ; Τι άλλο θέλεις !»
Οι λέξει έβγαιναν με δυσκολία , σαν ένας κόμπος να είχε δεθεί στο λαιμο της παγιδεύοντας την φωνή της .
«Αριάδνη Ηρεμισε .. δεν ..δεν καταλαβαίνω τι σου έχει συμβεί .. γι αυτό σε ρωτάω .»
«Δεν καταλαβαίνεις ;! Ποσο υποκριτής μπορείς να γίνεις τελικά ;!»
Το χέρι του τεντώθηκε προσπαθώντας να την αγγίξει Μα εκείνη τραβήχθηκε απευθείας πίσω .
«Μην με ακουμπάς !»
«Άρια προσπάθησε να μου πεις το έχει συμβεί . Ποιος .. ποιος σου έκανε όλες αυτές τις πληγές ;»
«Αλήθεια αναρωτιέσαι ακόμη ;!»
«Ναι.. ναι αναρωτιέμαι διότι ψάχνω απαντήσεις ! Τι συνέβη εχθές το βράδυ ;»
«Εσυ ... εσυ μου τα έκανες !»
Στην τελευταία λέξη η φωνή της έσπασε , αφήνοντας έναν λιγμο να ξεφύγει .
Τα μάτια του Αλεξ διασταλθηκαν . Όλα ξαφνικά άρχισαν να παίρνουν κια σειρά στο μυαλό του . Η χθεσινή νύχτα , εκείνος μεθυσμένος ... άφησε τα άγρια ένστικτα του να βγουν πάνω της ..
«Τι... τι έκανα ;»
«Με βιασες Αλεξ !» Τα μοβ μάτια που τόσο λάτρευε τον κοιτούσαν με μίσος και πόνο. Οι λέξεις της σαν σφαίρες στην καρδιά του .
Και εκείνη την στιγμή γνώριζε .. γνώριζε πως είχε έρθει το τέλος .

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now