Part 9

1.4K 76 11
                                    

Βάζω φαγητό στο πιάτο μου και κάθομαι στο τραπέζι μόνος μου. Μου λείπει το Hogwarts τόσο πολύ. Έχουν περάσει 5 μήνες. Είναι σαν κόλαση. Τίποτα δεν γίνεται. Έχω σταματήσει να πιστεύω. Καθώς τρώω περνάει απο δίπλα μου ο Λίαμ με την παρέα του. Παίρνει επίτηδες το πιάτο μου και το πετάει κάτω. Δεν τον αντέχω άλλο. Σηκώνομαι και τον σπρώχνω με δύναμη με αποτέλεσμα να πέσει κάτω. "Τι στο διάολο θες;" του λέω και σηκώνεται. Με κοιτάζει με μίσος και μου ορμάει. Αρχίζουμε να παίζουμε ξύλο και όλοι μας βλέπουν. Σε κάποια στιγμή με κρατάει με δύναμη κάτω και αρχίζει να μου ρίχνει γροθιές στο πρόσωπο. Έχω ματώσει παντού. Έχω χάσει τις αισθήσεις μου. Νιώθω τόσο αδύναμος. Συνεχίζει και οι φίλοι του τον υποστηρίζουν. "Αρκετά!" ακούω την φωνή του πατέρα μου να λέει και ύστερα κλείνω τα μάτια μου.

Βρίσκομαι στο κρεβάτι μαζί με τον Ρον. Θέλει να κάνουμε έρωτα. Είμαι ήδη μόνο με τα εσώρουχα. Φιλάει ολόκληρο το κορμί μου. Σταματάει όμως γιατί δεν αντιδράω. "Θες ναι ή οχι;" μου λέει και τον κοιτάζω. Σκεπάζομαι με το σεντόνι και ξαπλώνει δίπλα μου. "Ακόμα τον σκέφτεσαι έτσι;" τον κοιτάζω "Όχι. Τον έχω διαγράψει Ρον. Απλά, δεν θέλω ακόμα." αναστενάζει και με παίρνει αγκαλιά "Μπορώ να περιμένω. Μου φτάνει που είσαι δική μου πλέον." μου λέει και κλείνω τα μάτια μου.

Νομίζω πως ακούω το χαμόγελο της. Πόσο μου έλειψε. Όλα εδώ είναι τόσο φωτεινά. Υπάρχουν παντού ανθισμένα λουλούδια. Χαμογελάω καθώς την βλέπω να τρέχει προς το μέρος μου. Φοράει ένα άσπρο φόρεμα. Τα καστανά μαλλιά της λάμπουν απο το φως το ήλιου. Είναι σαν παράδεισος. Ανοίγω τα χέρια μου και πέφτει στην αγκαλιά μου. "Μωρό μου, πόσο μου έλειψες!" της λέω και με κοιτάζει χαμογελόντας. Είμαι έτοιμος να την φιλήσω. "Ντράκο, ξύπνα!" ακούω κάποιον να λέει και η Ερμιόνη απομακρύνεται απο κοντά μου. "Όχι! Ερμιόνη!" φωνάζω και συνεχίζει να φεύγει "Ντράκο!" αυτή είναι η φωνή της μητέρας μου. Ξαφνικά ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω απο πάνω μου την μητέρα μου, τον πατέρα μου, την νοσοκόμα και τον Βόλντεμορτ. Αναστενάζω και πιάνω το κεφάλι μου. "Πως νιώθεις Ντράκο;" με ρωτάει ο Βόλντεμορτ και τον κοιτάζω. "Μπορείτε να με αφήσετε λίγο μόνο με την μητέρα μου;" ο πατέρας μου με τον Βόλντεμορτ κοιτάζονται. "Έχεις 10 λεπτά με τον γιο σου." της λέει και φεύγουν. Η μητέρα μου χαϊδεύει τα μαλλιά μου και χαμογελάει. "Πρέπει να φύγω απο δω μαμά." "Το ξέρω. Είμαι σίγουρη πως ο Άλμπους δεν σε ξέχασε." "Με πρόδωσε. Πρέπει να δράσω μόνος μου." "Όχι Ντράκο σε παρακαλώ. Θα σε πάρουν χαμπάρι και θα σε σκοτώσουν." η νοσοκόμα μου βάζει ένα υγρό στις πληγές που υπάρχουν στο πρόσωπο μου και πονάω. Ύστερα φεύγει. Η μητέρα μου με βοηθάει να σηκώσω λίγο το κορμί μου στο κρεβάτι. "Είναι μια χαρά." την κοιτάζω περίεργα "Ποιος;" "Το κορίτσι. Είναι καλά." κοιτάζω κάτω και καταλαβαίνω πως λέει για την Ερμιόνη "Χαίρομαι που το ακούω." χαμογελάω και ο πατέρας μου μπαίνει ξανά μέσα "Τέλος χρόνου! Φύγε." λέει στην μητέρα μου και νευριάζω μαζί του. Η μητέρα μου φεύγει και ο πατέρας μου με πλησιάζει. "Είμαι σίγουρος πως μπορείς να σταθείς στα πόδια σου. Ετοιμάσου γιατί σου έχω μια έκπληξη." φεύγει και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Σηκώνομαι απο το κρεβάτι και βγαίνω έξω. Πηγαίνουμε κάτω στο υπόγειο και ανοίγει μια πόρτα σε ένα κελί. Φωτίζει το δωμάτιο και βλέπω τον Λίαμ. Είναι φοβισμένος. "Σας παρακαλώ! Σε παρακαλώ Ντράκο συγνώμη! Δεν θα σε πειράξω ξανά. Μην μου κάνεις κακό!" ο πατέρας μου γελάει και με κοιτάζει "Τον έχεις μπροστά σου Ντράκο. Βγάλε το ραβδί σου και σκότωσε τον!" μου λέει και κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.

Black Love {Dramione Fanfiction}Where stories live. Discover now