Κεφάλαιο 13

1K 120 11
                                    

Δύο μήνες ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή. Τη στιγμή που θα ξαναδώ τον αδερφό μου, που θα χωθώ στην αγκαλιά του, θα ρουφήξω λαίμαργα την οικεία μυρωδιά του και θα ακούσω τη ζεστή φωνή του. Και τώρα που όλα αυτά γίνονται πραγματικότητα εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι απλά δημιούργημα της φαντασίας μου, πως όταν ξυπνήσω θα είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου χιλιόμετρα μακριά του, προσπαθώντας να νικήσω την επιβλητική σιωπή της απουσίας του. Μα δεν είναι όνειρο. Συμβαίνει στ’ αλήθεια. Αυτό υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Θέλω να παγώσω αυτή τη στιγμή στο χρόνο και να μείνω για πάντα στην αγκαλιά του. Τα συναισθήματα που με διακατέχουν είναι τόσο πρωτόγνωρα. Η χαρά και η ανακούφιση κυριαρχούν, αλλά στο βάθος του μυαλού μου παραμονεύει και ο φόβος. Ο φόβος ότι θα τον ξαναχάσω. Ανόητα προαισθήματα, σκέφτομαι. Ζήσε τη στιγμή, Νεφέλη, διατάζω τον εαυτό μου. Πάντα έτσι ήμουν. Απαισιόδοξη και ανασφαλής. Οι αρνητικές σκέψεις είχαν την εξουσία να κυριεύουν το μυαλό μου, ακόμη και σε στιγμές απόλυτης χαράς, όπως αυτή.

Δεν ξέρω για πόση ώρα έχω φωλιάσει στην αγκαλιά του Ιάσονα. Ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία, άλλωστε. Τα δάκρυα μας στέρεψαν και χωθήκαμε βαθύτερα ο ένας στον άλλον. Τι λύτρωση να ξαναβλέπεις το χαμένο σου αδερφό! Ιδιαίτερα όταν αυτός είναι δίδυμός σου και ξέρεις ότι σας ενώνει κάτι πιο ουσιαστικό από έναν απλό αδελφικό δεσμό. Αισθάνομαι πως η ψυχή μου επιτέλους γαλήνεψε, απελευθερώθηκε από τα σκοτάδια της θλίψης και της απόγνωσης. Ήταν μακρύ το ταξίδι μέσω της Θάλασσας της Απελπισίας. Μα τώρα επιτέλους βρέθηκε απάνεμο λιμάνι και γκρεμίστηκε η άθλια φυλακή της στενοχώριας. Τι ανακούφιση, τι χαρά!

Αισθάνομαι ανείπωτα λόγια να αιωρούνται στον αέρα ανάμεσά μας. Ωστόσο, δεν είμαι έτοιμη ακόμη για εξηγήσεις. Και ούτε ο Ιάσονας φαίνεται διατεθειμένος για κάτι τέτοιο. Η χαρά και η ανακούφιση είναι το προσωρινό μας καταφύγιο. Δε μιλάμε, οι κινήσεις και το βλέμμα μας μαρτυρούν όσα τα χείλη διστάζουν. Μένουμε εκεί, μπροστά από τις φλόγες που χορεύουν μέσα στο τζάκι. Κανείς δε μας ενοχλεί. Το σπίτι σιωπά μαζί με τους ενοίκους του. Τα λεπτά περνούν, οι δείκτες του ρολογιού στον τοίχο κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Είναι η φωνή του Ιάσονα που σπάει τη σιωπή μας.

«Θα πρέπει να πεινάς. Η κυρία Αναστασία άφησε ένα πιάτο φαγητό πάνω σ’ εκείνο τον πάγκο», λέει με βραχνή φωνή και δείχνει με το χέρι του.

Ανασηκώνομαι συνειδητοποιώντας ότι τα άκρα μου είχαν μουδιάσει. Φτάνω το πιάτο με το φαγητό και αρχίζω να μασουλάω λαίμαργα.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerDonde viven las historias. Descúbrelo ahora