Ξυπνάω απότομα από το πρωινό φως που έχει εισβάλει από το παράθυρο. Οι λαμπερές ηλιαχτίδες αφήνουν στίγματα στην όρασή μου και με βγάζουν από το λήθαργό μου. Ανασηκώνομαι και χασμουριέμαι τεντώνοντας τα χέρια μου. Κοιτάζω γύρω μου και πανικοβάλλομαι. Σε ποιο μέρος βρίσκομαι; Αυτό δεν είναι το δωμάτιο που κοιμήθηκα χθες. Κι όμως, με μια προσεκτική ματιά διαπιστώνω ότι είναι το ίδιο ακριβώς δωμάτιο με τη διαφορά ότι το βλέπω στο φως της μέρας. Αναγνωρίζω τους ροζ τοίχους, τα δύο ξύλινα κρεβάτια, τη ξυλόγλυπτη ντουλάπα και τη λάμπα πετρελαίου, παρατημένη σε μια γωνιά του δωματίου και πλέον σβηστή. Ωστόσο, παρατηρώ και κάτι ακόμη: το κρεβάτι της Μαριλένας είναι άδειο, στρωμένο άτσαλα. Πού να πήγε η μικρή; αναρωτιέμαι κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βήματα ακούγονται έξω από την πόρτα κι μία αναμαλλιασμένη Μαριλένα εμφανίζεται στο κατώφλι.
«Νεφέλη!», αναφωνεί. «Ξύπνησες; Ωραία, γιατί σε λίγο θα σταματήσουν να σερβίρουν πρωινό. Αα και μην ξεχάσω: η μαμά είπε ότι μπορείς να κάνεις μπάνιο. Σου άφησε, λέει καθαρά ρούχα, εσώρουχα και πετσέτες στην ντουλάπα», λέει χωρίς διακοπή κι ύστερα κατευθύνεται φουριόζικα στην ντουλάπα κι επιστρέφει με μια αγκαλιά ρούχα. «Να, αυτά πρέπει να ’ναι», προσθέτει δείχνοντας ένα κοντομάνικο μπλε μπλουζάκι, μία καφέ βερμούδα, ένα ζευγάρι κάλτσες κι εσώρουχα. «Ελπίζω να σου κάνουν. Πριν μια εβδομάδα έφεραν προμήθειες από την πόλη κι αυτά είναι από τα τελευταία αποθέματά μας. Είχαμε πολλούς επισκέπτες τελευταία».
«Καλημέρα και σε σένα, Μαριλένα», λέω χαμογελώντας με την ξαφνική λογοδιάρροια της μικρής.
Εκείνη κοκκινίζει έντονα, αλλά απαντά αμέσως: «Καλημέρα. Άντε, ετοιμάσου γρήγορα μπας και προλάβουμε να πάρουμε πρωινό».
Σηκώνομαι απρόθυμα, παίρνω τα ρούχα και τις πετσέτες και κατευθύνομαι στο μπάνιο με την πανάρχαια ντουζιέρα.
«Μια στιγμή, Μαριλένα», την προλαβαίνω πριν κατέβει τις σκάλες. Αυτό το κορίτσι μου θυμίζει σβούρα από τον τρόπο που κινείται γύρω-γύρω σε όλο το σπίτι. «Πού είναι οι άλλοι;».
«Τρώνε πρωινό και δε θα μας περιμένουν για πολύ», αποκρίνεται και πηδάει δύο-δύο τα σκαλιά για το κάτω πάτωμα.
Δέκα λεπτά αργότερα έχω ετοιμαστεί και κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες. Το μπάνιο ήταν αναζωογονητικό, παρόλο που το νερό ήταν πολύ κρύο. Τα μαλλιά μου είναι υγρά και πλεγμένα σε μια σφιχτή πλεξίδα, ενώ τα ρούχα μού είναι αρκετά μεγάλα. Βέβαια είναι χίλιες φορές καλύτερα από τα δικά μου, τα οποία έχουν γεμίσει λάσπες και χώματα. Σημειώνω νοερά στο μυαλό μου να θυμηθώ να τα πλύνω- κάπου κοντά θα πρέπει να υπάρχει κανένα ποτάμι ή τίποτα τέτοιο. Για πλυντήριο ούτε συζήτηση. Έχω καταλάβει πως οι επαναστάτες δεν είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι με την τεχνολογία όσο οι άνθρωποι της πόλης. Για την ακρίβεια, ολόκληρος ο οικισμός θυμίζει χωριό βγαλμένο από μια ξεχασμένη εποχή, όπως αυτά για τα οποία μαθαίνουμε στο μάθημα της Ιστορίας. Προφανώς η μόνη επαφή των επαναστατών με την τεχνολογία θα είναι η αποστολή προμηθειών από την πόλη.
YOU ARE READING
Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 Winner
Science FictionCopyright © 2014. All rights reserved. Η δεκαεφτάχρονη Νεφέλη προσπαθεί να καταπνίξει τη θλίψη και τον πόνο που βαραίνει το στήθος της. Ο δίδυμος αδερφός της, ο Ιάσονας, έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μήνες αφήνοντας τη να παλέψει με τα ερωτήματα που...