Ήθελα να σου γράψω ένα γράμμα και να σου πω ότι μετακόμισα μόνιμα στο Τόκιο και ότι η αποψινή νύχτα είναι από εκείνες που η απουσία σου με κομματιάζει. Αλλά δεν γνωρίζω τη διεύθυνσή σου, ούτε σε ποια χώρα βρίσκεσαι.
Είσαι πάντα στην καρδιά μου αλλά αυτό δεν μου αρκεί. Θέλω να χαϊδέψω τα μαλλιά σου, ν' ακουμπήσω επάνω στους ώμους σου, όπως τότε. Στέκομαι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου με τον αριθμό 22 και κοιτάζω τις πινακίδες με τα πολύχρωμα νέον φώτα μέχρι που να πονέσουν τα μάτια μου. Πάντα σου άρεσε να τις παρατηρείς και ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί. Δεν σε ρώτησα. Μου αρκούσε που εσύ κοιτούσες και εγώ κρατούσα το χέρι σου σφιχτά στο δικό μου. Τώρα κρατάω ένα μπουκάλι ουίσκι κι ένα τσιγάρο. Αφήνω τις στάχτες να σκορπίσουν στον παγωμένο αέρα.
Φυσάει και κρυώνω αλλά δεν με νοιάζει. Φοράω το πουκάμισό σου και τίποτα άλλο. Θυμάσαι την πρώτη φορά που μου το δάνεισες; Ένιωσα σαν να μου χάρισες το χαμόγελό σου, εκείνο που ποτέ δεν μου φανέρωσες. Δεν είπα τίποτα, δεν ήθελα να χαλάσω την όμορφη εκείνη στιγμή. Αλλά θα σε ρωτήσω τώρα, στο μυαλό μου: Ποιο γεγονός ήταν αυτό που σε έκανε τόσο δυστυχή; Ποια ευτυχία κυνηγούσες;
Ευτυχία! Τι μου ήρθε τώρα στο μυαλό, δεν θα το πιστέψεις. Εκείνη η μέρα που αφήσαμε την τύχη να καθορίσει το πού θα πάμε και βρεθήκαμε σε μια παραλία. Έβγαλες τα ρούχα σου και βούτηξες στη θάλασσα χωρίς να το σκεφτείς. Τα γκρίζα μάτια σου αντανακλούσαν μπλε στα νερά που βούτηξες και εγώ σε χάζευα. Στεκόμουν όρθια στην άμμο - πόσο το μετανιώνω τώρα! - και προσπαθούσα να κατεβάσω το φόρεμά μου που μου σήκωνε ο αέρας. Ήταν το αγαπημένο σου, εκείνο το λευκό με τη δαντέλα. Εσύ με κοίταζες παρακλητικά και μου έλεγες: "μπες, μπες μην φοβάσαι" κι εγώ... εγώ να φοβάμαι μην τυχόν και μπω και βρέξω τα μαλλιά μου. Τώρα τα 'χω κόψει. Τώρα θα ήθελα να ήσουν εδώ και να μπαίναμε στη θάλασσα. Σου ορκίζομαι θα το έκανα.
Ξέρεις, για σένα έκοψα τα μαλλιά μου. Τα έλουσα, τα έκοψα και τ' άφησα να τα παρασύρει ο αέρας. Σκέφτηκα ότι η μυρωδιά απ' το σαμπουάν θα φτάσει ως εσένα και ίσως με σκεφτείς. Ίσως με πάρεις τηλέφωνο και μου πεις... δεν ξέρω... Κάτι. Ότι εκεί που είσαι έχει ωραίο καιρό ή ότι η αγαπημένη σου ομάδα κέρδισε. Οτιδήποτε, αρκεί να ήταν δικές σου λέξεις. Κι εγώ θα τις έπαιρνα και θα τις έκλεινα σε πολύχρωμες φούσκες που δεν σκάνε και θα τις κοίταζα κάθε φορά που θα ήθελα να πιστέψω ότι βρίσκεσαι κοντά. Θα μου θύμιζαν τις πινακίδες με τα νέον φώτα που σου άρεσαν τόσο πολύ να κοιτάς και ίσως καταλάβαινα γιατί σε γοήτευαν περισσότερο απ' ό,τι σε γοήτευσα ποτέ εγώ.