Από μηχανής...
Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα! (Unknown)
Έτρεχε... Έτρεχε χωρίς σταματημό με την καρδιά στα πόδια. Έτρεχε επιστρατεύοντας όλες της τις δυνάμεις: τους τσακισμένους από την αρρώστια και την παγωνιά πνεύμονες, τα λαβωμένα πόδια, τα κατακόκκινα από τα δακρυγόνα μάτια... Όλα πονούσαν, όλα διαμαρτύρονταν. Η ανάσα κοβόταν μετά από κάθε βήμα. Ο λαιμός είχε γεμίσει με τον καπνό των δακρυγόνων. Τα αυτιά βούιζαν από τις σειρήνες των περιπολικών που μανιασμένα ορμούσαν προς το κτίριο της οργάνωσης.
Όλα προμήνυαν ότι θα χανόταν. Όλα της φώναζαν να σταματήσει την παράλογη φυγή. Μα η καρδιά... Ναι... Η καρδιά είχε κατέβει στα πόδια. Τους είχε χαρίσει πρωτόγνωρα φτερά, να πετάξουν προς την ελευθερία, να αναζητήσουν τη λύτρωση.
«Υποσχέσου μου, Νιλ... Υποσχέσου το!» η φωνή του Ορέστη αντηχούσε ακόμη μέσα της. Και η μορφή του τη συντρόφευε σε όλη την πορεία διαφυγής. Τα είχε καταφέρει! Ξέφυγε από το κράτημα του άνδρα και όρμησε σαν ατρόμητη λέαινα μέσα στο χάος. Κάποια στιγμή εκείνος την πρόλαβε, μα κατάφερε να ξεγλιστρήσει από την επικίνδυνη λαβή του. Ίσα- ίσα τον έβαλε σε μεγαλύτερους μπελάδες, μιας κι ένας αστυνομικός όρμησε προς το μέρος του και τον ακινητοποίησε. Χάθηκε τότε η Νιλ ανάμεσα στο ανόμοιο πλήθος των εισβολέων, των δημοσιογράφων και των αστυνομικών. Χάθηκε ανάμεσα στα σώματα τους που σπρώχνονταν ανελέητα και έτσι, πέρασε την ατσάλινη αυλόπορτα που την κρατούσε δέσμια πέντε ολόκληρους μήνες.
«Υποσχέσου μου, Νιλ... Υποσχέσου...»
Ακόμη ένιωθε στους ώμους της εκείνο το πρωινό τράνταγμα. Το προηγούμενο βράδυ, όταν ο Ορέστης είχε έρθει καταρρακωμένος στο γραφείο, είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά του. Ένιωθε την αναστάτωσή του. Μα, ένιωθε ότι την είχε ανάγκη κι εκείνη δεν του αρνήθηκε. Φώλιασε μέσα στο στήθος του και για ώρες ολόκληρες είχαν και οι δυο παραδοθεί στη σιωπή και στη γαλήνη.
Το επόμενο πρωινό, πριν καν χαράξει, την ξύπνησε απότομα. Ολόκληρο το σώμα του ανέδυε μια πρωτόγνωρη ετοιμότητα και στα μάτια του χαραγμένη ήταν η αγωνία.
«Σε θυμήθηκε, Νιλ. Σε κατάλαβε ο αρχηγός.. Ήλπιζα τόσον καιρό... Σε έκρυβα τόσο καιρό, αλλά σε θυμήθηκε. Έρχονται. Έρχεται μαζί τους να σε πάρει».
Δεν πρόλαβε όμως να την αφήσει να κυριευτεί από πανικό. Την άρπαξε και την οδήγησε προς το παράθυρο, δείχνοντας της προς τη μεγάλη αυλόπορτα.
BẠN ĐANG ĐỌC
Μικρή Βαλίτσα
Lãng mạnΤους μισούσε... Τους μισούσε όλους ανεξαιρέτως ο Ορέστης. Μαζί με τον καλύτερο του φίλο, του είχαν στερήσει την ανθρωπιά, τη συνείδηση, την ελευθερία. Η εκδίκηση τον βασάνιζε και ο σκοπός της ζωής του είχε γίνει πια ένας: να καταστρέψει οτιδήποτε ξέ...