15. Το δείπνο

126 21 8
                                    

Βγήκανε από το γραφείο του και αρχίσανε να κατεβαίνουν τη μεγάλη σιδερένια σκάλα. Αν και δυνατή η μουσική και ο κόσμος πολύς η παρουσία του άντρα γινόταν πάντα αισθητή κι όλα τα κεφάλια γύριζαν αυτόματα. Ολοι σκόρπιζαν στο διάβα τους και άνοιγαν ένα μονοπάτι που οδηγούσε στην μεγάλη έξοδο όπου τους περίμενε ο Αντριάνο.

"Με συγχωρείς ένα λεπτό" απολογήθηκε ο ψηλός άντρας και έφυγε απ'το πλευρό της Ρόουζ αφήνοντάς τη να κοιτάζει τριγύρω για λίγο. Ενώ άρχισε να κατευθύνεται προς τον φίλο του παρατήρησε πως και ο ίδιος τον είχε προσέξει, αφού τον κοιτούσε επίμονα και περίεργα πλησιάζοντάς τον επίσης.

"Εχεις χάσει τελείως το μυαλό σου;"
"Ξέρεις τη δουλειά σου. Φεύγω."
"Κι όχι μόνος απ'ότι βλέπω."

Δεν έδωσε συνέχεια στη μικρή συζήτησή τους και γύρισε την πλάτη του στον Αντριάνο προχωρώντας ευθεία στη Ρόουζ. Μόλις έφτασε στην κοπέλα ένιωσε το κλίμα κάπως περίεργο καθώς αυτή κοίταζε σταθερά προς μία κατεύθυνση και το βλέμμα της φαινόταν χαμένο. Σίγουρα δεν ήταν όπως την είχε αφήσει.

"Πάμε;" ρώτησε θέλοντας να αποσπάσει την προσοχή της από όπου κι αν ήταν χαμένη.

"Ναι... Ναι συγγνώμη." απάντησε κι εκείνη προσπαθώντας να προσποιηθεί ένα χαμόγελο χωρίς να τα καταφέρνει.

"Ολα καλά;"
"Ναι ναι όλα καλά."

Της πρόσφερε ξανά το χέρι του και ξεκινήσανε. Πήγανε προς το αυτοκίνητο με εκείνον να οδηγεί τον δρόμο κι εκείνη αγκαζέ να τον ακολουθεί. Οταν της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου ένα γελάκι της ξέφυγε με αυτή του την κίνηση και την έκανε έστω για τόσο λίγο να νιώσει ξεχωριστή.

"Λοιπόν; πού πάμε;" τον ρώτησε ενώ έβαζε τη ζώνη του.

"Σκέφτομαι ένα μέρος, είναι λίγο έξω από την πόλη. Ησυχα... Χωρίς κυριλάτους."

Του χαμογέλασε ενώ η μηχανή του ακριβού και σπορ αυτοκινήτου του άρχισε να μουγκρίζει λυσσασμένα και οι ρόδες να γλιστράνε πάνω στην άσφαλτο.
Μετά από μία όχι και τόσο σύντομη οδήγηση τα φώτα της πόλης λιγόστεψαν και ο δρόμος σιγά-σιγά ερήμωσε. Ετσι η Ρόουζ κατάλαβε πως τελικά έβγαιναν από εκείνη τη πολύ φωτεινή πόλη με τη δυνατή μουσική και τους γεμάτους δρόμους από κάθε λογής κόσμο, μα τώρα το άγχος και ο φόβος της για τη συνέχεια κάλπαζαν σαν άγριο άλογο στη νύχτα με εκείνη άτυχη αλλά ταυτόχρονα τυχερή καβαλάρισσα.
Ανοιξε ελάχιστα το παράθυρο να τη χτυπήσει λίγος κρύος αέρας μήπως και τη βοηθήσει κάπως να χαλαρώσει μα τα πράγματα χειροτέρευσαν. Η κοπέλα θα ορκιζόταν πως αυτόν τον δρόμο... Κάπου τον είχε ξαναδεί... Κάποτε τον είχε ξανακάνει... Θυμόταν και δε θυμόταν, οι παλάμες ίδρωναν, άρχισε να μπλέκει τα δάχτυλά της στο ρούχο της νευρικά... Η καρδιά της άρχισε να σπαρταράει και η κοιλιά της ανακατεύτηκε. Κράτησε για λίγο την ανάσα της και κοίταξε τον άντρα δίπλα της. Μια επιθυμία να χαθεί από εκείνες τις άσχημες σκέψεις την κατέκλυσε. 

Ερωτας Αλά ΙταλικάTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon