Κεφάλαιο 13

166 18 1
                                    

Εδώ και πόση ώρα μ'έχει εγκλοβισμένη στην αγκαλιά του, πίσω από έναν θάμνο στο πάρκο και με φιλάει.

Με φιλάει τόσο ωραία!

Σε κάποια στιγμή, νιώθω το χέρι του να ζουλάει τομ ποπό μου και σοκάρομαι λίγο και προσπαθώ να τον σπρώξω. Αυτός, όμως, με σφίγγει και δεν με αφήνει να κουνηθώ, αλλά δεν πέρνει το χέρι του από εκεί.

"Κάτσε καλά."

Μου λέει μέσα από το φιλί μας και μαζεύομαι.

Μετά από λίγο νιώθω μια σφαλιάρα στον ποπό μου.

Άντε πάλι!

Τότε σπάω το φιλί, ασυνέσθητα, τότε τον βλέπω να τσατίζεται.

"Τι έπαθες τώρα;"

Λέει κάπως επιθετικά.

"Σ-συγνώμη. Α-απλώς όλα αυτά είναι πρ-πρωτόγνωρα, καινούρια για ε-εμένα και..."

Κατεβάζω το κεφάλι από την ντροπή μου και περιμένω την αντίδρασή του. Όμως, το μόνο που κάνει είναι να με κοιτάει μέσα στα μάτια.

"Τι εννοείς μ'αυτό;"

"Θέλω ν-να πω, ότι δ-δεν είχα π-ποτέ μου αγόρι... Δ-δεν έχω φιλήσει ποτέ ξ-ξανά αγόρι." 

Λέω με κόκκινα από την ντροπή μάγουλα.

"Πλάκα κάνεις;"

Γνέφω αρνητικά, περιμένοντας να με κοροϊδέψει.

Κάτι που παραδόξως δεν έγινε.

Ίσα-ίσα με ξαναφίλισε.

Πράγμα που με χαροποιεί ιδιαίτερα.

"Π-πρέπει να πάω σ-σπίτι, οι γονείς μ-μου θα ανησυχούν. Π-πήγε 1."

"Εμμ πεταλουδίτσα, δεν θέλω να σε αγχώσω, αλλά είναι 3."

ΤΙ ΏΡΑ ΕΊΝΑΙ;

ΑΜΆΝ, ΑΜΆΝ, ΑΜΆΝ!

Θα με σκοτώσουν και θα έχουν και δίκιο.

Άντε μετά να τα αμπαλωσω γιατί άργησα.

"Μου είχαν π-πει να πάω σπίτι π-πριν τις 11 και τ-τώρα είναι 3. Τι θ-θα κάνω;"

Λέω και είμαι έτοιμη να κλάψω, επειδή πάντα ήμουν συνεπείς και τώρα δεν ξέρω πως να το διαχειριστώ.

Μόλις με βλέπει έτσι με βάζει στην αγκαλιά του.

Εκεί που νιώθω ασφάλεια.

"Μην ανησυχείς βρε πεταλουδίτσα μου, εγώ είμαι εδώ, θα πάω και θα τους εξηγήσω."

"ΤΙ; Όχι μ-μην το κάνεις αυ-αυτό ο μπαμπάς μ-μου θα σε σ-σκοτώσει."

Του λέω φοβούμενη για τα χειρότερα, αλλά από την άλλη μόλις με ακούει αυτός γελάει.

"Μήπως, λέω μήπως μεγαλοποιηείς τα πράγματα;"

"Δεν ξ-ξέρω. Μπορεί λ-λίγο."

Με κοιτάει με σηκωμένο το φρύδι.

"Κ-καλά ίσως μπορεί π-πολύ."

Λέω γελώντας και με παίρνει αγκαλιά.

Έτσι πάμε προς το αμάξι.

Έχουμε ξεκινήσει και ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα και φτάσαμε έξω από το σπίτι μου.

Εδώ και ώρα έχω έναν κόμπο στο στομάχι, διότι δεν ξέρω πως θα εξελιχθεί το βράδυ.

Βγαίνουμε από το αμάξι και ο Ιάσονας μου πιάνει το χέρι.

Νιώθω στήριξη με αυτή του την κίνηση.

Χτυπάω το κουδούνι.

Το άγχος μου έχει κορυφωθεί.

Ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η μαμά μου.

Φαίνεται ταλαιπωρημένη.

Μόλις με αντικρίζει με βάζει αμέσως στην αγκαλιά της.

"Παιδί μου, επιτέλους! Πού ήσουν; Κοντέψαμε να πεθάνουμε από την αγονία μας. Έλα μέσα ψυχή μου."

Κάνει στην άκρη για να περάσω και μόνο τότε παρατήρησε τον Ιάσονας.

Μπαίνουμε μέσα όλοι μαζί και ο μπαμπάς μου τρέχει προς το μέρος μου ανύσηχος και αγκαλιάζει σφυχτά.

Με αφήνει και παίρνει ένα θυμωμένο βλέμμα.

"ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΓΑΜΜΗΜΕΝΟ ΛΟΓΟ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΕΣ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΣΟΥ ΣΠΙΤΙ;"

Αρχίζει και φωνάζει έξαλλος, μαζί μου.

"Σ-συγνώμη μπαμπά. Δεν τ-το έκανα επίτηδες."

Λέω μετανιωμένη και με κατεβασμένο το κεφάλι.

"ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΤΟΣΟ ΜΙΚΡΗ ΝΑ ΓΥΡΝΑΣ ΤΕΤΟΙΑ ΩΡΑ; ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ."

"Σ-συγν..."

Προπάθησα να του εξηγίσω, όμως δεν με άφησε, διακοπτωντάς με

"ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΚΟΥΣΩ ΤΙΠΟΤΑ."

"Μιχαλ..."

Πρασπάθησε να τον λογικέψει η μαμά μου, όμως την αγριοκοίταξε και εκείνη. Οπότε το μόνο που έκανε ήταν να με πάρει μια αγκαλιά και να με παρηγορίσει, επειδή έκλαιγα.

Είναι πραγματικά πολύ θυμωμένος. Πρώτη φορά μου φωνάζει.

"Μην της φωνάζεις."

Λέει απηλιτηκά ο Ιάσονας.

Ο μπαμπάς μου τόση ώρα δεν τον είχε προσέξει.

Γιατί ρε Ιάσονας μίλησες;

Χειρότερα θα γίνουν τα πράγματα.

"ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;"

"Το αγόρι της Νεφέλης."

Αμάν!

Προβλέπω μεγάλες εκρίξεις.

My ButterflyTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon