A Sunday Morning.

3 1 0
                                    

Ένα άχαρο πρωινό ξύπνημα και το ράδιο που παίζει ανοιχτό από το προηγούμενο βράδυ. Μερικά άδεια μπουκάλια μπύρας και τασάκια γεμάτα με αποτσίγαρα. Γυρνάω πλευρό και πάω στο μπάνιο. Το έντονο φως μου προκαλεί πόνο στα μάτια..Δίνω μερικά λεπτά στον εαυτό μου να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται και γιατί, ύστερα προσπαθώ να με κάνω να πιο όμορφο και βγαίνω στο μπαλκόνι.
Είναι Κυριακή πρωί.
Μάλλον θα ήπια πολύ χθες, μάλλον θα πέρασα καλά. Γελάω με τον εαυτό μου. Μα τι λέω; Έχω να βγω μήνες από το σπίτι και οι παρέες μου με έχουν ξεχάσει μάλλον πολύ καιρό πριν τις ξεχάσω εγώ.
Η γειτονιά είναι ήσυχη, τα μπαλκόνια από τα γύρω σπίτια είναι άδεια και σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορεί.
Μυστήριο...
Σαν να κατάλαβαν όλοι την ηρεμία που χρειάζομαι και να εξαφανίστηκαν ή σαν να φοβήθηκαν και αυτοί και με παράτησαν.
Το ραδιόφωνο παίζει ένα τραγούδι που είχα μήνες να ακούσω. Ίσως όσους μήνες έχω να ακούσω και τη δική σου φωνή. Αλλάζω σταθμό, πετάω τις βραδινές μου αναμνήσεις και ανάβω την καφετιέρα.
Θα ξεκινήσω μια καινούρια μέρα σήμερα ή τουλάχιστον αυτό υπόσχομαι στον εαυτό μου κάθε πρωί ώστε η ανάμνηση σου να αργήσει να κάνει την εμφάνιση της.
Κάθομαι στην αγαπημένη μου γωνία του μπαλκονιού, με τα πόδια απλωμένα στο κάγκελο, ένα καφέ στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο που καίγεται στο άλλο.
Κυριακή πρωί ήταν και τότε.
Ένα αντίστοιχο πρωινό με αυτό που ξύπνησα και δεν σε βρήκα αγκαλιά μου. Σηκώθηκα τρομαγμένος και σε είδα στο μπαλκόνι να κοιτάς με θολωμένα μάτια γύρω σου. Ένα τσιγάρο στο ένα σου χέρι και ένας καφές στο άλλο. Ήρθα και σε αγκάλιασα, μα απομακρύνθηκες.
"Έχει καφέ", μου είπες, "Θελω να σου πω κάτι".
Βιαστικός τράβηξα απλά την καρέκλα και κάθισα δίπλα σου. Προσπαθώντας να συνέλθω από το απότομο ξύπνημα μου, άναψα ένα τσιγάρο και με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή έμεινα καρφωμένος στα χείλη σου περιμένοντας για μια λέξη.
Ήξερα τι να περιμένω. Ήξερα ήδη τι θα πεις. Το κατάλαβα από το τρομαγμένο βλέμμα σου και την στάση του σώματος σου.
Τότε με κάρφωσες με ένα κοίταγμα στα μάτια και κατάλαβες ότι ξέρω.
Κατέβασα το κεφάλι μου και περίμενα να το ακούσω. Και τότε ήρθε.
Η φράση αυτή που τρομοκρατεί, και σκοτώνει..
Φοβάσαι να είσαι μαζί μου είπες, δεν αντέχεις άλλο τις τρέλες και τις κρίσεις πανικού μου, την παράνοια και τα κλάματα μου. Δεν αντέχεις άλλο είπες την κατάθλιψη μου και δεν ήθελες να με βοηθάς πια, να είσαι δίπλα μου, όπως είχες υποσχεθεί.
Το σπάσιμο της φωνής σου έγινε αισθητό και τότε σήκωσα το βουρκωμένο βλέμμα μου και με ένα καταφατικό νεύμα σου έδειξα την κατανόηση μου. Δεν άντεχα να σου απαντήσω με λέξεις. Φοβήθηκα πως κάθε μου φράση θα συνοδευόταν από ακατάπαυστο κλάμα και αυτό θα με έδειχνε χαζό στα μάτια σου. Δεν ήμουν ικανός να σε κρατήσω άλλωστε. Την περίμενα αυτή τη στιγμή, ήμουν έτοιμος για αυτή, ήξερα ότι μια μέρα θα κουραστείς, θα με σιχαθείς και μαζί με εμένα θα σιχαθείς και όσα έλεγες κάποτε ότι θέλεις να περνάμε μαζί.
Τότε σηκώθηκες, χάιδεψες το χέρι μου απαλά με την παλάμη σου και μπήκες μέσα. Το μόνο που άκουσα ήταν ο ήχος από τα κλειδιά που άφησες πάνω στο τραπέζι και την πόρτα να κλείνει.
Εγώ εκεί. Είχα μείνει να κοιτάω χαμένος το κενό. Δεν άντεχα να σε κοιτάζω να φεύγεις, να με αφήνεις. Εκεί. Καμία κίνηση για αρκετή ώρα, μέχρι που το τσιγάρο έκαψε τις άκρες των δαχτύλων μου και με μια κίνηση το πέταξα στο τασάκι.
Τόσους μήνες μετά και κάθε Κυριακή που περνάει μου φέρνει στο μυαλό εκείνο το πρωί. Και ακόμα κάθομαι στην γωνία του μπαλκονιού που τόσο
λάτρευες. Και κοιτάζω το άπειρο. Και νομίζω ότι σε βλέπω μπροστά μου, μα πάντα χάνεσαι. Και περιμένω να έρθεις.
Και περιμένω την επόμενη Κυριακή..

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Oct 24, 2018 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

A Sunday morning. Where stories live. Discover now