Ο καθένας έχει το δικό του σκοτάδι και δεν αξίζει σε όλους να το γνωρίσουν. Είναι ολόδικό σου, σου ανήκει. Εσύ επιλέγεις ποιος θα δει αυτήν την πτυχή του εαυτού σου. Εσύ και μόνο εσύ έχεις το κλειδί για την πόρτα. Κι ίσως ποτέ δε κατάφερα να συγχωρήσω τον εαυτό μου για το κακό που μου έκανα. Γιατί ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, εμείς είμαστε προπάντων υπεύθυνοι για αυτά που μας συμβαίνουν, γιατί απλά τους «επιτρέπουμε» να συμβούν, εμείς ορίζουμε τα όρια της ανοχής μας, εμείς γνωρίζουμε πότε πραγματικά πρέπει να φύγουμε από μια κατάσταση που μας πληγώνει, που μας φθείρει, που απλά δε μας «κάνει». Πετώντας το μπαλάκι της ευθύνης δε καλύβεται η ενοχή μας. Ίσως προτάσσοντας όλοι το «εγώ» κι όχι το «αυτός» να κοιτάζαμαι από άλλη οπτική τα πράγματα. Μια οπτική που πονάει σαφώς περισσότερο, αλλά θα μας αποτρέψει να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη. Κι εγώ και μόνο εγώ έχω την ευθήνη που κατέστρεψα τον εαυτό μου, που τον έβλεπα να χάνεται σταδιακά και δεν τον απέτρεψα. Κι έμεινα στο τέλος να ψάχνω τα κομμάτια του, μα ήταν σα να ψάχνω ψύλλους στ'άχυρα. Είναι σα να χεις ένα σπίτι που το χτίζεις με τόσο κόπο και ιδρώτα και ξαφνικά έρχεται ένα τσουνάμι και στα διαλύει όλα και μένει μόνο ένα τούβλο, ένα τούβλο πάνω στο οποίο πρέπει να ξαναχτίσεις από την αρχή ότι έχασες. Κι όλοι οι άνθρωποι στη ζωή μου παίρναγαν σαν καταιγίδα, κι έγω πάντα έμενα εκεί να περιμένω φοβισμένη το επόμενο τσουνάμι που θα μου στερήσει και αυτό το τουβλό, το μοναδικό μου θεμέλιο πάνω στο οποίο θα έχτιζα από την αρχή όλα τα χαμένα κομμάτια του ευατόυ μου. Κι έτρεμα να αφήσω τους ανθρώπους να με πλησιάσουν τόσο κοντά, να αφεθώ σε αυτούς. Γιατί ας μη γελιόμαστε κι αυτοί με τη σειρά τους φτάινει που σου στράγγιξαν με τόση ευκολία ότι καλό είχες μέσα σου. Κι ο χάμενος δυστυχώς δε τα παίρνει όλα, ο χαμένος μένει να πορεύεται με το «τίποτα». Και ξαφνού συνειδητοποιείς πως στη ζωή σου δεν είσαι πρωταγωνιστής, είσαι απλά ένας κομπάρσος και οι άλλοι καθορίζουν την πορεία σου, πως η ζωή σου δεν είναι ταινία για να χει happy end. Παρέμεινε όμως να δίνω απλόχερα στους γύρω μου ότι καλό είχα μέσα, να βοηθάω τους γύρω μου με ότι είχα και μπορούσα, προσπάθησα να κρατήσω αλώβητο αυτό το κομμάτι του εαυτού μου γιατί ήξερα πως είναι να μην έχεις τίποτα, γιατί πίστευα πως κάποιος θα κάνει το ίδιο για μένα. Κι έμαθα να κρύβω τον πόνο μου πίσω από προσωπεία, αλλά διάολε όσο πιο δυνατά γελούσα τόσο ράκος ήμουν μέσα μου. Το χαμόγελο μου, το γέλιο μου και το χιούμορ μου ήταν η άμυνα μου. Μα τα μάτια μου πάντοτε με πρόδιδαν, αλλά τι νόημα έχει άλλωστε εφόσον ποτέ κανείς δε κατάφερε να δεί πόσο θλιμμένα δείχναν, πόσο πόνο έκρυβαν, πόσο δυνατά ούρλιαζαν «βοήθεια». Κι έτρεμα κάθε φορά που νύχτωνε, παρακαλώντας να με πάρει ο ύπνος κατευθείαν χωρίς να με κυριεύσουν όλοι εκείνες οι φωνές, οι φωνές που μου υπενθύμιζαν πόσο λίγη είμαι, πόσο μόνη είμαι, όλες εκείνες οι φωνές του παρελθόντος που με νανούριζαν μετρώντας ένα προς ένα τα λάθη μου. Κι εκείνες οι φωνές με πλήγωναν χωρίς να λογίζονται τα συναισθήματα μου, με έκαναν να κλαίω με λυγμούς, κι εκείνες οι φωνές ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός μου, ο μεγαλύτερος μου εφιάλτης. Κι εν τέλει κανείς ποτέ δε στάθηκε ανάξιος να γνωρίσει το δικό μου σκοτάδι, γιατί εγώ η ίδια δεν ένιωθα άνετα μέσα του, γιατί από μικρή φοβόμουν το σκοτάδι και μεγαλώνοντας κατέληξα να ζω μέσα σε αυτό.