Πρόλογος

1.1K 139 92
                                    

i_seira_mou_tora_    εξώφυλλο! Ευχαριστω πολυ:)

Έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι τον εαυτό μου καθισμένο, να κοιτάζει σιωπηλά τις σταγόνες της βροχής, που έπεφταν με μανία στο τζάμι, σαν να ήθελαν να το κάνουν θρύψαλα. Στο βάθος του ζοφερού και απόκοσμου ορίζοντα, στεκόταν πάντοτε μία έπαυλη. Στο παιδικό μου τότε μυαλό, έπαιρνε τερατώδεις μορφές και διαστάσεις και ας είχα τρυπώσει στον κήπο της αρκετές φορές στα κρυφά. Είχα βρει μέσα μου το θάρρος, καθώς λάτρευα τα τριαντάφυλλά του τα μαγικά. Τον ιδιοκτήτη, δεν τον είχα αντικρίσει ποτέ από κοντά, ενώ είχα φτάσει σε σημείο να πιστεύω, πως πιθανότατα ήταν στοιχειωμένη, καθώς σπανίως έβλεπα φώτα αναμμένα στο εσωτερικό της. Θαρρώ πως οι ειδεχθείς ένοικοι, δεν αγαπούσαν ιδιαιτέρως το φως.

Μέσα σε όλα, υπήρχε και η ιστορία των Σάμχαϊν. Σκιεροί, σιωπηλοί. Έτσι τους αποκαλούσαμε οι υπόλοιποι. Ήταν η ανώτερη τάξη εδώ στη Βέρνια τα παλαιά τα χρόνια, αλλά και σε ολόκληρο το κόσμο, γιατί το αίμα τους προερχόταν από ισχυρούς Κληρονόμους ή τουλάχιστον έτσι ανέφεραν οι θρύλοι. Με το πέρασμα των χρόνων όμως, είχαν κατηγορηθεί για πολλά εγκλήματα, καθώς είχαν χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις τους για κακό σκοπό. Μετά τον πόλεμο που ξέσπασε, όλα εκείνα τα εγκλήματα, πήραν πια την μορφή των μύθων και των θρύλων για εμάς τους νεότερους, τοποθετώντας τους Σάμχαϊν σε μία διάσταση μεταξύ της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Αργότερα, οι ιστορίες για εκείνους, έφτασαν να μεταμορφωθούν σε τρομακτικά παραμύθια, που αφηγούνταν οι ενήλικες στα παιδιά, κάτω από τον ίσκιο των πλάτανων, τα φθινοπωρινά βράδια. Όμως οι Σάμχαϊν, ζούσαν ανάμεσά μας, παρά το γεγονός πως το αίμα των ισχυρών προγόνων τους, ολοένα και ξεθώριαζε. Κάποιοι, είχαν επιβιώσει, το ένιωθα. Ο κόσμος ωστόσο, είχε παλέψει με όλη του τη δύναμη να τους εξαφανίσει από τη γη. Να κόψει όπως έλεγε τη σάπια ρίζα.

Είμαι η Κένταλ και έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Γουίλ. Μαζί χαζεύαμε σχεδόν κάθε μέρα την έπαυλη απέναντι, την οποία τώρα πια στοιχειώνει ακόμη ένα μυστικό. Τόσο ο αδερφός μου, όσο και ορισμένοι γείτονες, ισχυρίζονταν πως είχαν ακούσει ένα βράδυ ουρλιαχτά. Εμφανή στοιχεία δεν υπήρχαν, οι τρομακτικές ιστορίες δεν ήταν κάτι πρωτοφανές για τον κόσμο μας. Δεν είχα ιδέα αν έπρεπε να το πιστέψω, παρά την επιμονή του αδερφού μου. Ωστόσο, τι σημασία είχε η ζωή των φρικαλέων γειτόνων μου, όταν η δική μου είχε μόλις τελειώσει; Η ώρα κυλούσε βασανιστικά αργά από τη στιγμή που ενημερωθήκαμε για το θάνατο των γονιών μας. Έπεσαν θύμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, έτσι μας είχαν πει. Φυσικά ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα μεταξύ μάγων, σημαίνει ένα και μοναδικό πράγμα. Όλεθρος και θύματα αθώα, όπως οι γονείς μου.

Οι σταγόνες της βροχής συνέχιζαν να πέφτουν και να κυλούν στο τζάμι αργά, όπως και τα δάκρυά μου. Οι παλιές, δερμάτινες βαλίτσες, στέκονταν στην είσοδο του σπιτιού, καρτερώντας εμένα και τον αδερφό μου να τις συνοδεύσουμε στο πιο κοντινό ορφανοτροφείο, αφού συγγενείς δεν είχαμε. Το χειρότερο από όλα, ήταν πως θα έπρεπε να χωριστούμε, προσωρινά ευτυχώς, καθώς το δικό μου ίδρυμα ήταν γεμάτο και δεν είχε άλλα διαθέσιμα δωμάτια. Με την πρώτη ωστόσο ευκαιρία θα έφερναν και τον αδερφό μου. Η καρδιά μου ράγιζε σταδιακά σε πολλά, μικρά κομμάτια, στη θέα του σκυθρωπού Γουίλ. Δεν είχα συνηθίσει να τον βλέπω έτσι, καθώς ήταν πάντοτε ένα αισιόδοξο και χαρούμενο αγόρι.

«Σου υπόσχομαι, πως με την πρώτη ευκαιρία, θα σε φέρω στο δικό μου ίδρυμα ή θα έρθω εγώ σε εσένα! Μας το ξεκαθάρισαν. Τελευταία, εξαιτίας των πολλών φόνων, τα δύο μεγαλύτερα και πιο κοντινά μας ορφανοτροφεία, γέμισαν» μου είπε και χαμογέλασα ψεύτικα.

Το Ντορθόριεν, είχε καλή φήμη. Έτσι, έλεγαν. Και η διευθύντριά του, ήταν μία γλυκύτατη κοπέλα. Θα μπορούσε ίσως εκείνη, να φωτίσει τότε τις γκρίζες μου μέρες.


Προς Έκδοση επίσημη γι αυτό παραμένει μονάχα ο Πρόλογος!

Σάμχαιν : Η κατάρα του ορφανού (βιβλίο 1) Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠηγήWhere stories live. Discover now