Κεφαλαιο L

940 94 4
                                    

Λίγες ώρες πριν
Το ξυπνητήρι του δονηθηκε σπάζοντας την σιωπή στο σκοτεινό δωμάτιο . Ο άντρας ανοιξε δυσαρεστημένος τα μάτια του . Δυο μαύρα μαργαριτάρια γυάλιζαν καθώς ελάχιστο φως έμπαινε από τα κλειστά πατζουρια . Ένα μουγκρητό έσπασε την σιωπή πριν ο άντρας σηκωθεί στα πόδια του . Προχώρησε προς τον καθρέφτη του μπάνιου με βήματα βαριά , που ακούγονταν σαν να γκρέμιζε κάποιος το δάπεδο .
Τα μαύρα μαλλιά του είχαν ανακατευτεί από τον ταραγμένο του ύπνο ενώ κόκκινα σημάδια έκαναν τα μάτια του πιο φοβιστικα . Έκανε την ρουτίνα του σχεδόν μηχανικά και έκατσε να πιει καφέ στο εστιατόριο του ξενοδοχείου .
Μπροστά του η προχθεσινή εφημερίδα με την ανακοίνωση της αποψινής δεξίωσης . Είχε έναν σκοπό σήμερα . Να ταράξει την ηρεμία του εχθρού του . Το πρώτο βήμα για το καταστροφικό του σχέδιο .
Όλα αυτά που περίμενε τα τελευταία χρόνια θα γίνονταν πραγματικότητα από σήμερα . Όπως εκείνος χρόνια πριν του είχε πάρει ότι πολυτιμότερο υπήρξε στη ζωή του έτσι θα τον πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα . Ζούσε αποκλειστικά για να τον δει να καταρρέει , να πέφτει στην ίδια άβυσσο που κάποτε είχε  πέσει και ο ίδιος και ποτέ του δεν βγήκε από αυτή .
Παράτησε το μισό γεμισμένο ποτήρι του στο τραπέζι και βγήκε έξω . Ο κρύος αέρας διαπέρασε τα πνευμονία του και κάθε σημείου του σώματος του αφήνοντας τον ανεπηρέαστο . Άναψε τσιγάρο και απολάμβανε την ηρεμία του πρωινού καθώς έβγαζε τον καπνό από τα ρουθούνια του . Αποζητούσε την κυτρωχξ που δεν ερχόταν ποτέ .
Μια παρέα γυναικών πέρασε από δίπλα του . Κάποιες από αυτές του έριξαν λάγνα βλέμματα . Εκείνος απλώς ανταπέδωσε με έναν μορφασμό ενόχλησης. Καμία τους δεν ήταν ίδια με την Βεατρίκη του . Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με υποκατάστατα της . Η εικόνα της ήθελε να παραμείνει αγνή στο μυαλό του . Τα μάτια της αποτυπωμένα στο βαθιά κρυμμένο σημείο της καρδιάς του .
Θα επιτελούσε το έργο του και μετά θα πήγαινε δίπλα της . Δεν ήταν δειλός όπως ο Δάντης που επέλεξε να ζήσει ενώ η αγαπημένη του είχε φύγει μακρυά . Εκείνος αψηφούμε τα όρια του θανάτου για να την ξαναδεί .

Αργά το βράδυ άρχισε να ετοιμάζεται . Το μαύρο του  σμοκιν κολάκευε το κορμί του . Έκανε ακόμη πιο άγρια και άκρος ερωτεύσιμα τα χαρακτηριστικά του . Έμοιασε με άγριο θυριο έτοιμο να κατασπαράξει την λεία του . Και ήταν . Εκείνος τον είχε αναγκάσει να γίνει όταν πήρε μακρυά του την τελευταία αχτίδα φωτός .
Βγήκε από το ξενοδοχείο σοβαρός κρατώντας σφιχτά την πρόσκληση του στο χέρι του . Οι γνωριμίες του για ακόμη μια φορά του είχαν φανεί χρήσιμες , εξασφαλίζοντας του είσοδο σε ότι επιθυμούσε περισσότερο αυτή τη στιγμή . Στην δεξίωση του επιχειρηματία της χρονιάς και θανάσιμου εχθρού του .
Το πανάκριβο αμάξι του έσκιζε στα δυο τους δρόμους της Ρώμης καθώς πλησίαζε στο κέντρο της πόλης . Τα φώτα προσεδιδαν μια μαγεία στην αιώνια πόλη . Οι άνθρωποι έμοιαζαν χαρούμενοι .
Σταμάτησε απότομα έξω από το μεγάλο Μέγαρο . Εκτυφλωτικά φώτα έφταναν μέχρι έξω ενώ ένας παρκαδόρος τον πλησίασε αποσπώντας από το χέρι του το κλειδί του αυτοκινήτου .
Με σταθερά βήματα προχώρησε προς το εσωτερικό χώρο . Ένας άλλος υπάλληλος τον απάλλαξε από το πανωφόρι του ενώ ένας τρίτος είδε την πρόσκληση του και τον οδήγησε στην αίθουσα της δεξίωσης .
Του είπε πως είχε αργήσει σε άπταιστα ιταλικά όμως ο Άλεξ αδιαφόρησε στο να του απαντήσει .
Είχε νευρικότητα , μια ακατανίκητη επιθυμία να σκοτώσει μόλις τον δει μπροστά του . Όμως εδειωξε σχεδόν αμέσως την σκέψη από το μυαλό του . Θα τον κατέστρεφε αθόρυβα . Και την ίδια στιγμή τόσο πολύ που Άι εύχονταν να τον είχε σκοτώσει . Όταν πλέον θα του είχε πάρει τα σημαντικότερα άτομα της ζωής του , τότε θα τον άφηνε ήσυχο , να παλεύει με δαίμονες μέσα στο μυαλό του . Ίσως να κατέληγε και σε κάποιο τρελοκομείο . Δεν τον ενδιέφερε .
Μπαίνοντας στην αίθουσα όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του . Η μουσική σταμάτησε ενώ οι άνθρωποι παραμέριζαν για να τον αφήσουν να περάσει . Του άρεσε η επιβλητικότητα του . Ορισμένες φορές υπερβολικά πολύ . Ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στο πρόσωπο του καθώς πλησίαζε τους οικοδεσπότες . Η πρώτη επαφή ήταν πάντα σημαντική . Γνώριζε πως οριτσαρντ θα τον παρουσίαζε στη γυναίκα του ως συνάδελφο ή φίλο από τα παλιά . Και μετά θα προσπαθούσε να δείξει τα δόντια του . Ο αλεξ όμως δεν στόχευε στο να ασχοληθεί μαζί του , αλλά στο να κατακτήσει την συμπάθεια της γυναίκας που τον είχε παντρευτεί , και στην συνέχεια και του παιδιού του .θα ήταν ένας ύπουλος εχθρός .
Οι τελευταίοι άνθρωποι έκαναν στην άκρη κοιτώντας τον με δέος . Μπορούσε να διακρίνει το αποκρουστικό πρόσωπο του ριτσαρντ να τον κοιτάζει έκπληκτος . Λίγα βήματα ακόμη . Τα μαλλιά μιας γυναικείας παρουσίας άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους καθώς ελάχιστα έκτακτο στα τους χώριζαν .
Στάθηκε  μπροστά τους επιβλητικός . Το βλέμμα του  γεμάτο οργή κάρφωνε τον ριτσαρντ πετώντας σπίθες που θα  μπορούσαν να σκοτώσουν . Έσφιξε τα χέρια του για να ηρεμίσει . Δεν ήταν καιρός να χάσει τον έλεγχο της κατάστασης . Έπρεπε να παίξει έξυπνα το παιχνίδι . Ένα μεθυστικό γνώριμο άρωμα πλημμύρισε άξαφνα τα ρουθούνια του κάνοντας τον να χαλαρώσει απότομα . Σαν εκείνη να βρίσκονταν μαζί του . Ένιωσε πιο δυνατός , έτοιμος να συνεχίσει . Το βλέμμα του στράφηκε στην γυναίκα δίπλα από τον ριτσαρντ και απότομα στάθηκε εκεί .
Δυο μοβ μάτια που λάτρευε τον κοιτούσαν με φόβο και απορία . Άνοιγοκλεισε τα μάτια του τρομαγμένος . ΜΑ η εικόνα της δεν έφευγε από μπροστά του . Δεν ήταν ένα από τα φαντάσματα που το κυνηγούσαν . Ήταν άραγε πραγματικότητα ή το μυαλό του έπαιζε πάλι περίεργα παιχνίδια ;
«Βεατρίκη ;» Η φωνή του βγήκε τραχιά , καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει ξύπνια την λογική του . Το κορμί της άρχισε να τρέμει καθώς τα χέρια της κράτησαν το κεφάλι της .τα χέρια του αλεξ απλώθηκαν άμεσως προλαβαίνοντας να την πιάσουν πριν πέσει στο κρύο πάτωμα αναίσθητη .
Την άγγιζε . Δεν ηταν μια ψευδαίσθηση . Η Αριάδνη ήταν ακόμη ζωντανή μπροστά του . Χιλιάδες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό του καθώς την έσφιγγε πάνω του .
Με χέρια που έτρεμαν χάιδεψε τα μαλλιά της . Ήταν πανέμορφη . Πιο υπέροχη από ποτέ άλλοτε . Είχε χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον γύρω του . Ήταν μόνο εκείνος και η εκείνη . Ο Δάντης με την Βεατρίκη του . Ένιωσε δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του , δεν μπήκε στον κόπο να τα σκουπίσει . Δεν τον ενδιέφερε αυτό .

Ο ριτσαρντ έχοντας συνέλθει από το αρχικό του σοκ έσκυψε κοντά τους παίρνοντας την γυναίκα του στα δικά του χέρια . Το βλέμμα του αλεξ καρφώθηκε θυμωμένο πάνω του ΜΑ αδιαφόρησε . Συνέχισε να περπατάει μακρυά του . Έπρεπε να την πάρει μακρυά . Πριν οι μνήμες της ξυπνήσουν . Πριν την χάσει μαζί με την κόρη του . Θα έφευγαν από τη Ιταλία αύριο κιόλας . Κάπου που ο αλεξ δεν θα τους έβρισκε ξανά .

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt