Ο Ίκαρος γέλασε καθώς άρχισε να πέφτει.
Έριξε το κεφάλι του πίσω και φώναξε στους ανέμους,
Χέρια ορθάνοιχτα,
Δόντια ακονισμένα, έτοιμα να πολεμήσουν τον κόσμο ολόκληρο.Ένας πικρός θρίαμβος ήχισε στο μυαλό του,
Καθώς έπεφτε προς την ανελέητη θάλασσα.Το καυτό κερί του έκαιγε το δέρμα,
Έτσι όπως έτρεχε λιωμένο στην ραχοκοκαλιά του,
Τους μηρούς του,
Τους αστραγάλους του,
Τα πόδια του.
Φτερά ανέμιζαν σαν προσευχές στον αέρα,
Ενώ ο θάνατος του φίλαγε με τα καυτά του άδικα χείλη τους ώμους,
Εκεί που τα φτερά και το σώμα του έπρεπε να ενώνονται.Και ο θεός Ήλιος από ψηλά,
Τα έβαφε όλα στο χρώμα του χρυσού.Υπήρχε μια ομορφιά σε αυτήν την φλεγόμενη στιγμή,
Που εκείνος παρακολουθούσε από το κέντρο της πτωούμενης δάδας.Και χαμογέλασε υποτιμητικά,
Ένα χαμόγελο αφιερωμένο στην τύχη του,
Την τύχη που τον είχε εγκαταλείψει,
Ψυθηρίζοντας του στο αυτί τα άσχημα μαντάτα.
Και εκείνος έπεφτε από τον παντοδύναμο ουρανό στην θάλασσα,
Που βρυχώταν το όνομα του.Και χαμογέλασε,
Με τα φτερά του πλέον ξεκολλημένα από τους ώμους του,
Και το κερί να του καίει το δέρμα,
Όπως και την υπερηφάνεια του.Και τα μάτια του έλαμψαν,
Με δάκρυα να τρέχουν,
Και να φεύγουν στον αέρα.Και χαμογέλασε όταν είδε τον πατέρα του να τον κοιτάει να πέφτει και να φωνάζει το όνομα του,
Ένα χαμόγελο σαν αυτό του αποχεραισμού.Και τα κύματα του Ποσειδώνα του μαστίγωσαν την πλάτη,
Και στιγμές αργότερα που έμοιαζαν με μια αιωνιότητα,
Είδε τον ήλιο να βουλιάζει και να χάνεται,
Έτσι όπως τον τραβούσε η άβυσσος προς την δικιά της χάρη.Και ο Ίκαρος έπεσε,
Και τα δάχτυλα του έμειναν εκεί να περιμένουν ανοιχτά,
Ένα χέρι που θα τον τραβούσε προς την επιφάνεια,
Καθώς η ζεστή φλόγα χάθηκε από μέσα του.
Και άρχισε να καταλαβαίνει ότι να πιάσει κανείς τον ήλιο,
Ήταν κάτι πέρα από την δική του δύναμη,
Την στιγμή που οι μοίρες έκοψαν την κλωστή.
YOU ARE READING
Ίκαρος
PoetryΚαι τότε κατάλαβε, πως ήταν πέρα από την δύναμη του να φτάσει τον ήλιο.