Κεφάλαιο 13.

101 12 5
                                    

10 μέρες πριν την εξαφάνιση (μέρος β')

Γ' πρόσωπο

Τα φώτα είχαν χαμηλώσει και εκείνος μπορούσε να την κοιτά ανενόχλητος. Τα πανέμορφα μάτια της είχαν στερέψει από δάκρυα. Αχ αυτά τα μάτια. Σκέφτηκε. Δεν αξίζουν τέτοια συμπεριφορά.

Και αυτή ήταν η αλήθεια. Η Ρουθ δεν ήταν από τα άτομα που θα άξιζαν τέτοια συμπεριφορά από κανέναν. Ήταν ένα πλάσμα γλυκό, με την καλοσύνη να ξεχύνεται από μέσα της.

Ο Ντέιβιντ κάθονταν απέναντι της αμίλητος. Είχε διαλέξει την βιβλιοθήκη για να καταφύγει μαζί με την Ρουθ μετά το συμβάν στο σχολείο. Δεν ακούγονταν τίποτα και από κανέναν, ήταν το τέλειο μέρος για να ησυχάσει η ψυχή της Ρουθ.

Της παρήγγειλε μια ζεστή σοκολάτα. Δεν ήξερε αν της άρεσε η όχι, απλός την παρήγγειλε. Εκείνη δεν την ακούμπησε καν. Δεν μπορούσε άλλωστε. Οι αναμνήσεις εκείνης της ημέρας ξεπηδούσαν από το μυαλό της ανεξέλεγκτα, δεν μπορούσε να φρενάρει εκείνες της στιγμές.

Επανέφερε στο μυαλό της την εικόνα που είχαν κολλημένη στο ντουλαπάκι της. Εκείνη τρομαγμένη στα αποδυτήρια να κλαίει και να παρακαλάει να μην της κάνουν κακό. Θυμάται ακόμα το γέλιο του Χένρι και του Στέθαν καθώς εκείνη προσπαθούσε να καλύψει το στήθος της. Ευτυχώς που ο Σεμπαστιάν μπόρεσε να την σώσει από όλο αυτό.

Ήταν μια καλά οργανωμένη φάρσα για την Ρουθ. Ήταν σχέδιο της Αμέλια να την τρομάξουν και να την βιντεοσκοπήσουν. Της πήραν τα ρούχα και απλός την χλεύασαν, λέγοντας της πρόστυχα πράγματα. Η Αμέλια ήξερε πως η Ρουθ δεν θα το άντεχε αυτό. Μα το ερώτημα είναι γιατί να το κάνει; Τι είχε να κερδίσει;

Απόλυτος τίποτα στην ουσία. Στα μάτια της Αμέλια όμως, ήταν πραγματική απόλαυση... Και δεν ήταν η πρώτη φορά που την ταπείνωνε ανελέητα.

"Ρουθ.." έκανε την αρχή ο Ντέϊβιντ επαναφέροντας την στην πραγματικότητα. Την έβλεπε να μαραζώνει, και η ψυχή του σκίζονταν στα δύο. "Μπορείς να μου μιλήσεις.." προσπάθησε να πει μα εκείνη δεν του έριξε ούτε μια ματιά.

Είχε πέσει ξανά στον βούρκο της και αυτό θύμωνε τον Ντέιβιντ. Αυτό το παλιοθήλυκο κατάφερε να την ισοπεδώσει!

"Ρουθ, σε παρακαλώ κοίτα με!" είπε με σταθερή φωνή. Ήταν αποφασισμένος να την τραβήξει από τον βούρκο ο κόσμος να χαλάσει. Την κοίταξε στα μάτια και η καρδιά του γέμισε πληγές. Αυτά τα καταπράσινα πονεμένα μάτια εστίασαν σε εκείνον περιμένοντας για μια του λέξη.
"Μίλα μου ρε μπουμπού. Πες μου τι σκατα συμβαίνει.. Γιατί τα κάνει όλα αυτά;" είπε και με το ζόρι έκρυψε το μένος του στις τελευταίες λέξεις. "Έχει ξανά κάνει κάτι τέτοιο;"

Trapped Game: Αντέχεις; Where stories live. Discover now