1

769 71 6
                                    

Λονδίνο

Η Σαμάνθα αναστέναξε ικανοποιημένη και τράβηξε τα ακουστικά από τα αφτιά της. Ούτε ήξερε πόση ώρα καθόταν ακίνητη ακούγοντας χαλαρωτική μουσική από τον φορητό της υπολογιστή. Οι προηγούμενες μέρες ήταν πολύ δύσκολες γι'αυτήν εξαιτίας εκείνης της απαιτητικής εργασίας που ετοίμαζε για το μάθημα της ζωγραφικής. Είχε να κάνει με το έργο του Ρέμπραντ τον οποίο λάτρευε από πολύ μικρή. Τον είχε γνωρίσει με τη βοήθεια της μητέρας της, της ρόουζ Μπάρτον, που ήταν η ίδια που την είχε μυήσει στον κόσμο των τεχνών γενικότερα και της ζωγραφικής ειδικότερα. Της είχε μάθει πολλά για το συγκεκριμένο ζωγράφο κι έτσι, όταν η καθηγήτριά τους η Τζέιν Κάρλσον τους είχε αναθέσει την εργασία αυτή η Σαμάνθα ενθουσιάστηκε με την προοπτική και πεισμάτωσε αποφασίζοντας να κάνει τα πάντα ώστε να επιλεγεί η δική της εργασία ως η καλύτερη.

Ο φοιτητής του οποίου θα βραβευόταν η εργασία, θα αναλάμβανε αυτομάτως το τιμητικό μα κι εξίσου δυσάρεστο καθήκον να την παρουσιάσει σε μια ομάδα αποτελούμενη από φοιτητές και καθηγητές που θα επιλεγόταν από τη Τζέιν, κι ακόμη θα είχε τη χαρά μιας ιδιωτικής συζήτησης με την ίδια τη Τζέιν. Κι αυτή ήταν ύψιστη τιμή κι επιθυμία όλων των φοιτητών αφού η Τζέιν ήταν κορυφαία ζωγράφος με άπειρες εκθέσεις και παγκόσμιες βραβεύσεις στο ενεργητικό της. Η Σαμάνθα τη λάτρευε κυριολεκτικά. Κρεμόταν από τα χείλη της κάθε φορά που άρχιζε να μιλάει κι έκανε ο,τι μπορούσε για να της γίνει αρεστή.

Είχε δουλέψει πάρα πολύ λοιπόν και τώρα έκανε τα πάντα για να χαλαρώσει νιώθοντας σχεδόν απόλυτα ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα της δουλειάς της. Η εργασία ήταν έτοιμη, δακτυλογραφημένη και κλεισμένη στον πλαστικό της φάκελο. Θα την παρέδιδε αύριο που ήταν και η καθορισμένη μέρα γι'αυτό.

Έσπρωξε την καρέκλα της με τα ροδάκια και σηκώθηκε για να τεντωθεί και να ξεμουδιάσει. Πάντα το ίδιο πάθαινε, πιανόταν ολόκληρη όταν περνούσε ώρες πολλές στην ίδια στάση.

Με μικρά βήματα πλησίασε το ψυγείο και το άνοιξε. Διψούσε πολύ. Τράβηξε από μέσα ένα μπουκάλι με χυμό πορτοκαλιού κι αφού το άνοιξε ήπιε λαίμαργα. Αυτός ήταν ο αγαπημένος της χυμός και φρόντιζε πάντα να εφοδιάζει το ψυγείο της με μεγάλες ποσότητες από αυτόν.

Σταμάτησε όταν δε μπορούσε σχεδόν να αναπνεύσει κι επέστρεψε το μπουκάλι πίσω στη θέση του. Έπειτα έφερε τα χέρια της στα μαλλιά της και τράβηξε το λαστιχάκι που τα συγκρατούσε σε μια χαλαρή κοτσίδα και τα άφησε να πέσουν ελεύθερα στους ώμους της. Ήταν ίσια και μακριά, κατάμαυρα κι εντελώς λεία. Η ίδια ήταν πολύ λεπτή, γυμνασμένη, με πράσινα μάτια. Φορούσε πάντα στενά τζιν ή κολλητά φορέματα ενώ δεν παρέλειπε να κρεμάει στο λαιμό της λεπτές αλυσίδες με μικρές πέτρες και κάθε λογής πέρλες. Αυτή την πέρλα ήταν που έψαξε και τώρα ασυναίσθητα φέρνοντας τα δάκτυλα ως το λαιμό της. Αυτή εδώ ήταν γαλάζια, κι είχε το σχήμα σταγόνας. Επρόκειτο για το τελευταίο δώρο του πατέρα της και δυσκολευόταν να την αποχωριστεί. Μα τώρα δεν ήταν συναισθηματικός ο λόγος που την αναζήτησε. Ξαφνικά τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και την έλουσε κρύος ιδρώτας. Άνοιξε το στόμα της θέλοντας να ρουφήξει αέρα απ'όπου μπορούσε την ίδια στιγμή που ένας οξύς πόνος στο στομάχι την έκανε να πέσει στα γόνατα. Κατάφερε ωστόσο να κρατήσει ψηλά το κεφάλι της. Είχε παραλύσει πριν περάσει πολλή ώρα. Το τελευταίο πράγμα που κατόρθωσε να κρατήσει σφιχτά ήταν η γαλάζια πέρλα. Δεν ήθελε να την αφήσει με τίποτα για κάποιο λόγο κι όσο πάλευε να την κρατήσει πάλευε και να καταλάβει τι της συνέβαινε. Ο πόνος στο στομάχι της έγινε γρήγορα ανυπόφορος ενώ σ'αυτόν ήρθε να προστεθεί κι ένα κάψιμο την ίδια στιγμή που τα μάτια της γέμιζαν με δάκρυα γεμάτα από τη συντριπτική επίγνωση της κατάστασής της.

Το χρώμα του θανάτουWhere stories live. Discover now