12

233 50 0
                                    

+Δε θυμόταν τι ονειρεύτηκε εκείνο το βράδυ. Το προσπαθούσε επίμονα το πρωί της επόμενης μέρας όμως δεν τα κατάφερνε με τίποτα. Κι αυτό γιατί όταν το όνειρο μπλέχτηκε με την πραγματικότητα ένας οξύς ήχος τον έβγαλε από του κουκούλι του ύπνου. Ήταν το κινητό του που τον ενοχλούσε ωστόσο νόμιζε πως ακουγόταν κάτι σαν σειρήνα από μακριά για κάμποση ώρα. Είχε την εντύπωση πως το είχε αφήσει στη δόνηση το προηγούμενο βράδυ πριν ξαπλώσει αλλά έκανε λάθος.

Αφού έφυγε η Λόρι είχε βάλει το τελευταίο ποτήρι κρασί από το μπουκάλι κι είχε καθίσει στο σαλόνι όπου περνούσε τόσο χρόνο τα βράδια με την έλεν. Δεν είχε δουλέψει, δεν είχε κρατήσει σημειώσεις, δεν είχε καν σκεφθεί για τη σαμάνθα. Σκεφτόταν την Έλλα, όσο παράδοξο κι αν ακουγόταν αυτό.

Αφού ο επίμονος ήχος δεν έλεγε να ησυχάσει πέταξε το πάπλωμα από πάνω του κι έπιασε το τηλέφωνο που ήταν στο κομοδίνο δίπλα του. Ήταν η ΈΛεν που τον καλούσε κι η ώρα είχε πάει ήδη εφτά και μισή.

Όλος ο πανικός που ένιωσε με την ανακάλυψη πως είχε ήδη καθυστερήσει εξατμίστηκε στο άκουσμα της γλυκιάς της φωνής. Αυτή ήταν φωνή, γυναικεία θελκτική, εντελώς θηλυκή. Η λόρι απλά πετούσε τις λέξεις για να χωρέσουν σε μια πρόταση, σαν να τις έκοβε θαρρείς με το μαχαίρι.

-Καλημέρα, Γουίλιαμ.

-έΛεν, αγάπη μου... καλημέρα.

-Γεια σου, μη μου πεις πως σε ξύπνησα; Δε θα πας στη δουλειά σήμερα;

-Φυσικά θα πάω όπως και κάθε μέρα.

Άρχισε να τρίβει δυνατά τα μάτια και το υπόλοιπο πρόσωπό του. Έπρεπε να ξυπνήσει κι ένιωθε πολύ παράξενα. Λίγο σαν να κοιμόταν, λίγο σαν να ταξίδευε σε μια παράλληλη εξωπραγματική σφαίρα που τον καλούσε να γλιστρήσει μέσα της... Μα τι στο καλό είχε πάθει; Η Λόρι έφταιγε, η λόρι και το κρασί της.

-συμβαίνει κάτι, σε ακούω κάπως...

-όχι, σαν τι να συμβαίνει, πώς με ακούς;

Σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του για το μπάνιο.

-Κάπως μακρινό.

Η φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής έφτασε ως εκεί διστακτική.

-Είμαι μια χαρά, μην ανησυχείς, απλά ναι είχες δίκιο, παρακοιμήθηκα αυτό είναι όλο.

-Το κατάλαβα. Το γέλιο επέστρεψε στη φωνή της.

-Πώς είναι η μητέρα σου; Κοιμάται τώρα που με πήρες;

Το χρώμα του θανάτουWhere stories live. Discover now