PART 1
''Άννα, Άννα ξύπνα.''
''Τώρααα''. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ, έτοιμο να σπάσει. Έβλεπα θολά. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο για να πλύνω την μούρη μου. ''Ελίζα; Πώς βρέθηκα εδώ;'' Η Ελίζα είναι η κολλητή μου. ''Δεν θυμάσαι τίποτα από εχτές το βράδυ, έτσι;'' με ρώτησε. ''Θα'πρεπε;''.. ''Ο πατέρας σου σε έφερε εδώ κατά τις 4:00 το βράδυ. Είπε πως επειδή δεν μπορούσε κάποιος να σε προσέχει σε έφερε εδώ, γιατί είχε κάποιες δουλειές στο γραφείο. Αν και δεν νομίζω να είναι αλήθεια.'' είπε. ''Η Μπρούκ;'', δεν απάντησε. ''Ελίζα, η μαμά μου που είναι;'', χλώμιασε. κατέβασε το κεφάλι και βγήκε από το δωμάτιο. Έβγαλα το κινητό μου και πήρα τον μπαμπά. Δεν απαντούσε. Πήρα στο γραφείο. ''Ναι, γειά σας, ο κύριος Στάιλς είναι εκεί; Η κόρη του είμαι.''. ''Γειά σου Άνναμπελ, όχι, ο πατέρας σου δεν είναι εδώ, είπε πως πιθανόν να μην μπορέσει να έρθει σήμερα.''. Με το που άκουσα αυτό το ''όχι'', άρχισα να τρέμω. Ένα περίεργο συναίσθημα ανησυχίας εξαπλώθηκε μέσα μου. Μόλις συνήλθα λίγο, είπα:''Έγινε, ευχαριστώ πολύ.''. Αμέσως μετά, πήρα τηλέφωνο την μαμά. Damnnn, είναι κλειστό. Κατεβαίνω στο χωλ. Η κυρία Κρις, η Ελίζα και ο κύριος Τζέιμς, είναι όλοι καθισμένοι. Με το που με βλέπουν να έρχομαι, ανταλλάζουν γρήγορες ματιές, με μία ανησυχία στο βλέμμα. ''Μπορεί να μου πει κάποιος τι ακριβώς συμβαίνει;'' είπα αποφασιστικά. Ο Τζέιμς με έβαλε να καθίσω στα πόδια του. ''Ξέρεις, Άννα, πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα. Η μαμά σου, δεν είναι καλά. Χτες, χτύπησε..'' Εδώ πρέπει να πω πως οι γονείς μου είναι χωρισμένοι. Η μαμά από μικρή υπνοβατούσε, και στον ύπνο της έκανε διάφορα περίεργα πράγματα, είναι λες και δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της όταν κοιμάται. Αυτός είναι και ο λόγος που χώρισαν οι γονείς μου. Για κάποιο διάστημα η μαμά σταμάτησε να υπνοβατεί, αλλά τώρα τελευταία ξανάρχισε. Όταν έγινε αυτό, πήρα κατευθείαν τηλέφωνο τον μπαμπά και ήρθε, γιατί ομολογώ πως την φοβάμαι λίγο, και πως δεν νοιώθω και πολύ ασφαλείς μαζί της. Μια μέρα, θυμάμαι, όταν είχαν μαλώσει με τον μπαμπά γι'αυτό το θέμα, την είχα ρωτήσει γιατί τα κάνει όλα αυτά, και με είπε πως δεν μπορεί να το ελέγξει, πως μ'αγαπάει, και πως φοβάται να μην με πάρει κι εμένα ''εκείνη''. Δεν έδωσα και πολύ σημασία, αν και ομολογώ πως εκείνο το διάστημα ήμουν λίγο σοκαρισμένη, αλλά μου πέρασε. Ελπίζω να είναι καλά. Μετά από όλες αυτές τις σκέψεις, ήρθα στην πραγματικότητα. ''Είναι καλά;'', ρώτησα. ''Τα τραύματα δεν είναι πολλά, αλλά έχει ένα σοβαρό έγκαυμα στο κεφάλι.''. Ένα δάκρυ ένοιωσα να κυλάει στο πρόσωπό μου. Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο μπαμπάς. Κατευθείαν χώθηκα στην αγκαλιά του. ''Μπαμπά, η μαμά είναι καλά;'', ''Καλά είναι αγάπη μου, σε περίπου τρεις μέρες θα βγει από το νοσοκομείο, μην ανησυχείς.'' Ακολούθησαν και η κυρία Κρις, με την Ελίζα και τον Τζέιμς. ''Άννα, πήγαινε να μαζέψεις τα πράγματά σου σιγά σιγά, για να πάμε σπίτι.''. ''Δεν έχετε να πάτε πουθενά!'' Ανταποκρίθηκε ο Τζέιμς. ''Καθίστε να φάμε και ξεκουραστείτε. Σήμερα ήταν μια δύσκολη μέρα για 'σένα, Χαζ, πρέπει να ξεκουραστείς λίγο.''. ''Μπαμπά, εμείς πάμε πάνω.'' είπα. ''Θα σας φωνάξω μόλις είναι έτοιμο το φαγητό!'' φώναξε η κυρία Κρις. Τρώμε συχνά σπίτι τους.