Κεφάλαιο LXIV

963 100 7
                                    

Το εστιατόριο ήταν σε ένα από τα προάστια της πόλης . Ο κόσμος ήταν λίγος και εκλεκτός . Δεν συναντούσες την συνηθισμένη οχλαγωγία που σου προκαλούσε πονοκέφαλο μέσα στα πρώτα λεπτά . Μπορούσε να καταλάβει γιατί ένα τέτοιο μέρος θα άρεσε στον αλεξ και στην ίδια . Ήταν και οι δυο τους λάτρεις της ηρεμίας και του ποιοτικού τρόπου διασκέδαση .
Σαν σωστός κύριος της άνοιξε την πόρτα αφήνοντας την να περάσει στο εσωτερικό . Το τραπέζι είχε κλειστεί στο όνομα του και ο σερβιτόρος που φάνηκε να την γνωρίζει τους οδήγησε μ ευγένεια και ένα πλατύ χαμόγελο στην θέση του που ήταν απομονωμένη από τα υπόλοιπα τραπέζια . Μια απαλή κλασική μουσική έφτανε στα αυτιά της . Ρέκβιεμ συλλογίστηκε νοερά καθώς προσπαοθυσε να αναγνωρίσει τον όμορφο ήχο .
«Σου αρέσει ;»
«Είναι πανέμορφα . Ότι ακριβώς περίμενα να μου αρέσει .» Του κάτι σε ειλικρινά πριν στρέψει την προσοχή της στο κατάλογο .
Η επιλογή της ήταν απλή μα γευστική ενώ μαζί με τα ορεκτικά ήρθε και ένα μπουκάλι κόκκινου κρασιού .
Το πορφυρό υγρό κατέβηκε στο οισοφάγο της προκαλώντας της μια γλυκιά ζάλη μετά τις πρώτες γουλιές . Τόσα χρόνια δεν είχα συνηθίσει στο να καταναλώνει αλκοόλ . Σήμερα όμως ένιωθε πως το είχε περισσότερη ανάγκη από ποτέ .
«Όταν ερχόμασταν εδώ πέρα ζητούσες πάντα αυτό το τραπέζι . Ήθελες να βλέπεις το τοπίο , ειδικά αυτές τις μέρας του χειμώνα που τα πάντα ήταν χιονισμένα .»
«Δεν απορώ. Είναι πραγματικά υπέροχα . Η μουσική, το φαγητό και το κρασί . Η τέλεια επιλογή . Σε ευχαριστώ που με έφερες εδώ .»
«Στη πραγματικότητα εσυ είχες ανακαλύψει αυτό το μέρος . Εντελώς τυχαία μια νύχτα που είχαμε χαθεί και επέμενες πως πεινουσες .»
Η Αριάδνη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ελαφρύ γελακι που ξέφυγε από τα χείλη της .
«Αυτή η κοπέλα που περιγράφεις πως ήμουν ... είναι περίεργο .. δεν μου θυμίζει σε τίποτα τον εαυτό μου .»
«Ήσουν πιο νέα τότε .. ήταν πριν από ..»
«Πριν από τι;»
«Δεν έχει σημασία . Δεν ήρθαμε γι αυτό εδώ πέρα.»
«Σωστά .»
Το βλέμμα της έπεσε με απορία πάνω στο δικό του . Γνώριζε πως αυτά που της έκρυβε ήταν σοβαρά όμως δνε είχε το θάρρος να τον ρωτήσει κάτι παραπάνω . Ο σερβιτόρος ήρθε ξανά λίγη ώρα αργότερα κρατώντας ραπ θα τα τους . Η αρμοσφαιρα μεταξύ τους ήταν φανερά ηλεκτρισμένη . Κανένας τους δεν μιλούσε . Η απαλή πριν μουσική τώρα φαινόταν απίστευτα δυνατή στα αυτιά της . Λες και είχε απομονώσει αυτόν τον ήχο και τον είχε κρατήσει από όλους τους υπόλοιπους .
Αρκετές φορές σήκωνε τα μάτια της απ Ότο πιάτο της και τον παρακολουθούσε καθώς έτρωγε το φαγητό του . Ακόμη και αυτή η απλή του κίνηση αναστάτωνε τον εσωτερικό της κόσμο . Της προκαλούσε μια ανεξήγητη ταχυκαρδία που δεν μπορούσε να εξηγήσει . Θεωρούσε πως οι απαντήσεις κρύβονταν στο παρελθόν της . Εκείνο που με τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί .
Η διάθεση της άλλαξε ξαφνικά καθώς η βραδιά έμοιαζε να πλησιάζει στο τελος της . Όσο και να είχαν μιλήσει δεν κατάφερε να θυμηθεί κάτι . Ακόμη και αυτό το μέρος της φαινόταν άγνωστο , το ίδιο με τα υπόλοιπα που είχε επισκεφθεί . Γρήγορα όμως πήρε το μυαλ ο της από εκεί και επικεντρώθηκε στην συζήτηση που είχε με τον σύνοδο της .
«Θέλω να μου μιλήσεις για εσένα .»
«Τι θέλεις να μάθεις Βεατρίκη;»
«Μακάρι να μπορούσα να σου εξηγήσω με λόγια όσα θα ήθελα να μάθω . Ορκίζομαι όμως πως θα μας έπαιρνε αιώνες . Θα αρκεστώ σε ότι είσαι πρόθυμος να μοιραστείς μαζί μου .»
«Είναι τόσο παράξενο όλο αυτό . Την έχω ξαναζήσει αυτή τη στιγμή ξέρεις . Να σου μιλάω για εμένα . Μόνο σε σένα μιλούσα έτσι .»
«Δνε έχει σημασία ένα θυμάμαι ή όχι . Θεώρησε το πως γνωριζόμαστε ξανά απ ο την αρχή .»
«Δεν είναι εύκολο αυτό . Σε ξέρω τόσο καλά Αριάδνη . Ακόμη και την πιο τρελή σου συνήθεια . Δνε μπορώ να τα αγνοήσω όλα αυτά .»
«Τότε κάνε πως δεν σε ξέρω εγώ . Φαντάσου πως μου μιλας για πρώτη φορά . Ακόμη και δίχως την μνήμη μου μπορώ να σε ακούσω .»
«Ναι .. το ξέρω αυτό .»
Έφερε το ποτήρι με το κρασί στα χείλη του και τα έβρεξε ελαφρώς . Δεν ήθελε να μεθύσει απόψε . Έπρεπε να παραμένει νυμφαλιος για χάρη της .
«Λοιπόν ; Τι έχεις να μου πεις ;»
«Δνε θα σου πω για την οικογένεια μου ή τα παιδικά μου χρόνια εάν αυτά είναι που σε καίνε να γνωρίζεις .»
«Όχι . Δεν θέλω να ξέρω απαραίτητα αυτά.»
«Τότε ; Τι ακριβώς θες να σου πω ; Βοήθησε με να καταλάβω .»
«Θέλω να ξέρω την πιο όμορφη σου ανάμνηση . Ότι κρατάς σαν διαμάντι μέσα στην καρδιά σου .»
Ο αλεξ ξερόβηξε . Ξαφνικά ένιωσε τον λαιμο του να στενγωνει . Είχε προετοιμαστεί για κάθε της ερώτηση εκτός από αυτή . Είχε διατηρήσει το ταλέντο της να τον εκπλήσσει με όσα τον ρωτούσε .
« η πιο όμορφη ανάμνηση μου είναι μια άνοιξη . Δεν ήταν τα φυτά και τα λουλούδια ούτε ο πιο ζεστός καιρός . Ούτε καν οι ανοιξιάτικες μπορέσω το γέμιζαν με αρώματα την ατμόσφαιρα . Ήταν ένα μοναδικό λουλούδι . Πλασμένο αγγελικά . Εύθραυστο και αγνό . Το λάτρεψα αυτό το λουλούδι . Από την πρώτη στιγμή που τα μάτια μου το αντίκρισαν . Όμως δεν το άξιζα . Εκείνο το λουλούδι ήταν για το παράδεισο και πχ ο για την δίκη μου κόλαση . Και όμως ήμουν τόσο άπληστος που δεν απομακρύνθηκα σκύβοντας το κεφάλι μου από ντροπή . Πήγα και έκοψα εκείνο το άνθος και κάθε μέρα , σιγά σιγά το κατέστρεψα . Το διέλυσα τελείως και μια ζωή θα κατηγορώ τον εαυτό μου γι αυτό .»
«Μιλας ..μιλας λες και πονάς .. λες και υποφέρεις .»
«Σου μοιάζει έτσι διότι πράγματι το κάνω . Και θα το κάνω κάθε μέρα .»
«Πρέπει .. καλύτερα να παω λίγο στο μπάνιο .»
Τα λόγια του την είχαν αναστατώσει . Δεν γνώριζε για ποια της μιλούσε κι όμως μπορούσε να αισθανθεί τον πόνο του . Και δεν άντεχε.
Με βιασύνη που ούτε η ίδια είχε προσέξει σηκώθηκε από το τραπέζι τρέχοντας προς τις τουαλέτες .
Ο χώρος ευτυχως για εκείνη ήταν άδειος . Στήριξε το σώμα της κάνω στην γυάλινη πόρτα και άφησε μια κραυγή να βγει απο το στόμα της μαζί με καυτά δάκρυα από τα μάτια της .
Γιατί τον άφηνε να την επηρεάζει τόσο έντονα ; Ποια ήταν πραγματικά η σχέση της μαζί του ; Γιατί δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει σαν έναν απλό γνωστό ; Γιατί η καρδιά της γύρευε συνεχώς τα χείλη του ;
Πλησίασε την βρύση ρίχνοντας ελάχιστο νερό στο πρόσωπο της , όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά .
Δεν χρειάστηκε να γυρίσει για να κοιτάξει ποιος είχε μπει . Το άρωμα του πρόδιδε την παρουσία του στον χώρο .
Χρειάστηκε να πάρει μια βαθειά ανάσα πριν γυρίσει να τον κοιτάξει . Χρειαζόταν κουράγιο για να αντιμετωπίσει την έλξη που της ασκούσε .
«Τι κανεις εδώ ;»
«Δεν γίνεται άλλο Αριάδνη . Πραγματικά προσπάθησα .»
«Δεν σε καταλαβαίνω .»
Έκανε εάν βήμα προς το μέρος της αναγκάζοντας την να κάνει ένα βήμα μακρυά του . Για κάποιο λόγο ήθελε να αποφύγει την άμεση επαφή μαζί του .
«Προσπάθησα τόσο πολύ .. τόσο γαμημενα πολύ να κρατηθώ μακρυά σου .»
«Αλεξ .. τι λες ;»
«Αλήθεια προσπάθησα μικρή μου . Συγνώμη .»
Το σώμα της ήρθε σε επαφή με τον κρύο τοίχο κάνοντας το δέρμα της να ανατριχιάσει . Τα μάτια της κοιτούσαν έντονα το πρόσωπο του , προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τα λόγια του .
Το χέρι του ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσα στα μαλλιά της , να τα χαϊδεύει με απαλές κινήσεις ενώ το άλλο έκανε μια αισθησιακή διαδρομή από το μάγουλο μέχρι τα χείλη της .
Καθώς το πρόσωπο του πλησίαζε το δικό της ένιωσε την ανάσα της να κόβεται , λες και το οξυγόνο είχε πάψει να υπάρχει στην ατμόσφαιρα .
Ο αλεξ κοίταξε τς μάτια που λάτρευε για μια τελευταία φορά τον συνθλίψει τα χείλη του στα δικά της . Η γλώσσα του αναζήτησε αμέσως την δίκη της και χόρεψαν σε έναν χορό που μην ο εκείνες γνώριζαν .
Το φιλί τους ήταν έντονο , απελπισμένο . Έκρυβε τον πόθο τόσων ετών , μια γλυκιά πικρία και πάθος .
Όταν πλέον αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από πάνω τους για να πάρει ανάσα , συνέχιζε να την κοιτάζει σαν να ήταν θεότητα με τα μάτια του .
Η Αριάδνη προσπαθώντας να συνέλθει από την ένταση , τον κοιτούσε μαγεμένη .
«Αλεξ ..» π τόνος της φωνής της καιως έλεγε το όνομα του ήταν διαφορετικός . Ο αλεξ το κατάλαβε αμέσως . Η χροιά της του θύμιζε την δίκη του Αριάδνη , εκείνη που είχε αφήσει να του ξεφύγει τρία χρόνια πριν .
Πριν προλάβει να της απαντήσει τα χέρια της τον κράτησαν από το πουκάμισο του φέρνοντας τα χείλη του για ακόμη μια φορά πάνω στα δικά της .
«Τι ήταν αυτό τώρα ;»
«Αλεξ .. θυμάμαι τα πάντα .»
Αναφώνησε λαχανιασμένη .

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now