Κεφάλαιο 26

790 99 3
                                    

Ο καιρός περνάει γρήγορα. Υπολογίζω τις μέρες θέτοντας ως ημερομηνία-ορόσημο την ημέρα επιστροφής των γονιών μου από τη Δυτική Ακτή. Δέκα μέρες, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιτέσσερις. Εικοσιτέσσερις μέρες έχουν περάσει από την επιστροφή τους στο σπίτι μας. Στο άδειο και σιωπηλό σπίτι μας, το τυλιγμένο από την ηχηρή απουσία μας, εμένα και του αδερφού μου. Άραγε πώς θα αντέδρασαν ανακαλύπτοντας ότι λείπω; Θα κατάλαβαν ότι η εξαφάνισή μου συνδέεται άμεσα με αυτή του αδερφού μου; Θα απευθύνθηκαν αμέσως στην αστυνομία; Άραγε θα διαπέρασε για ακόμη μια νύχτα ηλεκτρικό ρεύμα τον φράχτη στην πλευρά του κήπου μας; Θα έχυσαν δάκρυα πνιγμένοι στη θλίψη του χαμού των δυο τους παιδιών; Ερωτήματα αμέτρητα, ένα μπλεγμένο κουβάρι που ταλανίζει το μυαλό μου και καρφώνει τον πόνο σαν σπαθί στην καρδιά μου.

Προσπαθώ να ξεχάσω. Δεν μπορώ. Τα όνειρά μου με στοιχειώνουν. Πρωταγωνιστές τους οι γονείς μου και κυρίως η μητέρα μου, αλλά και φίλοι, γείτονες και συγγενείς από την παλιά μου ζωή. Όλοι ρωτούν το ίδιο πράγμα. Γιατί; Γιατί τους παράτησα στα χέρια μιας διεφθαρμένης εξουσίας, υπνωτισμένους από την λάμψη μιας ουτοπικής κοινωνίας; Το βλέμμα τους, γεμάτο παράπονο και κατηγορία, πέφτει βαρύ πάνω μου και με συνθλίβει. Δεν τους έχω απαντήσει ποτέ. Πάντα στέκομαι εκεί, ακίνητη και ανήμπορη να αρθρώσω λέξη, να σκαρφιστώ κάποια δικαιολογία. Κι όσο παραμένω παγωμένη, τόσο περισσότερο κοχλάζει η οργή στις φλέβες τους και το βλέμμα τους γίνεται μανιασμένο. Πάντα ξυπνώ φωνάζοντας, γιατί τρέχουν να μου επιτεθούν, να με εκδικηθούν που φέρθηκα τόσο εγωιστικά. Μόνο η μητέρα μου διατηρεί το ήρεμο ύφος της και με νωχελικό βήμα κατευθύνεται σε ένα πιάνο και τραγουδάει το ‘τραγούδι μας’, ενόσω τα ανθρώπινα τέρατα με κατασπαράζουν. Πάντα πριν ξυπνήσω ουρλιάζοντας βλέπω ένα ζευγάρι κατάμαυρα μάτια.

Η μόνη οδός διαφυγής από τους εφιάλτες μου είναι οι περίπατοι στο δάσος δίπλα στον Αχιλλέα. Κάποτε ο αδερφός μου πρότεινε να κυνηγήσουμε ομαδικά, καθώς πλέον έχει αναρρώσει πλήρως από τον τραυματισμό του κι έχει επανέλθει στις υποχρεώσεις του στο δάσος, αλλά εγώ αρνήθηκα. Προσβλήθηκε μα δεν είπε τίποτα παραπάνω. Δεν ξέρω γιατί δεν δέχτηκα. Μάλλον όμως φταίει η κατευναστική επίδραση του Αχιλλέα πάνω μου. Όταν βρίσκομαι κοντά του, νιώθω ότι όλα μου τα προβλήματα λύνονται και αφήνω πίσω μου οποιαδήποτε σκέψη με τυραννάει. Η απαλότητα στη φωνή του, η πραότητα που τον διακατέχει, ο αθόρυβος τρόπος που κινείται στο δάσος, όλα αυτά με ηρεμούν. Και προπάντων το χρυσοκάστανο των ματιών του, που τόσο φωτίζεται από το χαμόγελό του. Έχω προσέξει πως όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε άλλους σπάνια χαμογελάει. Όμως όταν κυνηγάμε στο δάσος, μου χαρίζει απλόχερα το ζεστό του χαμόγελο που τόσο πολύ τονίζει τις μελί ανταύγειες των ματιών του. Και τότε αισθάνομαι ξεχωριστή, όλος ο κόσμος γύρω μου εξαφανίζεται κι εγώ απλώς βυθίζομαι στο τρυφερό του βλέμμα.

Έναν μήνα και πέντε μέρες μετά την άφιξή μου στους επαναστάτες, η μητέρα του Αχιλλέα, η κυρία Αναστασία, μου ζητάει ευγενικά να μετακομίσω σε άλλο δωμάτιο.

«Συγγνώμη για την ταλαιπωρία, Νεφέλη μου», λέει, «αλλά περιμένουμε νέα άφιξη από την πόλη. Θα έρθει ένα κορίτσι κι επειδή δεν υπάρχει δωμάτιο να τη χωρέσω πέρα από αυτό των αγοριών, θα πρότεινα να κοιμηθείς εσύ μαζί με τον αδερφό σου και να βάλουμε εκείνη να κοιμηθεί με την Μαριλένα».

Έτσι, λοιπόν, μετακομίζω στο δωμάτιο του Ιάσονα, με τον οποίο βλεπόμαστε πλέον ελάχιστα λόγω του ότι χάνομαι με τον Αχιλλέα τόσο συχνά. Όταν μπαίνω στο ακατάστατο δωμάτιο, εκείνος ανοιγοκλείνει τα μάτια με έκπληξη.

«Νέα άφιξη», τον προλαβαίνω πριν ρωτήσει.

«Ααα, μάλιστα», λέει συλλογισμένος. «Τουλάχιστον τώρα θα σε βλέπω περισσότερο από πριν», μουρμουρίζει.

Ξεπερνώ το πικρόχολο σχόλιό του και συγκρατώ την παρόρμηση να κάνω υπαινιγμό για την όχι-και-τόσο-κρυφή σχέση του με τη Θάλεια. Δεν ξέρω τι φαντάζεται για την σχέση μου με τον Αχιλλέα, αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της φιλίας. Ακόμη κι αν μερικές φορές αναριγώ κάτω από κάποιο τυχαίο του άγγιγμα ή αισθάνομαι κάποιο τσίμπημα στο στομάχι.

Την ώρα του βραδινού γεύματος είμαστε μαζεμένοι όλοι γύρω από το γνωστό μας τραπέζι και τρώμε, ανυπόμονοι για το μυστηριώδες κορίτσι που έρχεται από την πόλη. Η αλήθεια είναι πως από τότε που έφτασα εδώ, τα μέτρα ασφαλείας έγιναν αυστηρότερα και ο καταυλισμός δεν έχει δεχτεί ούτε έναν καινούριο επαναστάτη. Επομένως η είδηση ότι ένα κορίτσι στην ηλικία μας κατάφερε να αποφύγει τον σκόπελο κινδύνου και να ταχθεί με το μέρος των επαναστατών, αποτελεί πρώτη είδηση στην Τραπεζαρία.

Τα λεπτά περνούν βασανιστικά αργά. Σχεδόν έχουμε ολοκληρώσει το γεύμα μας κι ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, όταν ο Αρχηγός κάνει την εμφάνισή του. Ζητάει την προσοχή μας και ανακοινώνει την άφιξη ενός καινούριου μέλους που παρά τις όποιες αντιξοότητες, κατάφερε να είναι απόψε μαζί μας. Ένα κορίτσι μέτριου αναστήματος με μακριά, κυματιστά, ξανθά μαλλιά τον ακολουθεί ντροπαλά υπό τον ήχο χειροκροτημάτων. Δεν συγκρατώ ούτε το όνομά της, καθώς η θέα ενός άλλου γνωστού ατόμου με καθηλώνει.

Ψηλός και μυώδης, με κοντοκουρεμένα μαλλιά κι ένα ζευγάρι κατάμαυρα μάτια. Ο Μάριος. Το βλέμμα μου πλανιέται στο χέρι του που είναι τυλιγμένο γύρω από τους ώμους του κοριτσιού. Το τσίμπημα της ζήλιας με παραλύει σαν δηλητηριώδες δάγκωμα θανατηφόρου φιδιού.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerWo Geschichten leben. Entdecke jetzt