Κεφάλαιο LXXI

949 83 3
                                    

Σκούπισε τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί στα μάτια του καθώς θυμόταν εκείνη τηβ νύχτα . Η καρδιά της είχε σταματήσει 4 φορές κατάφεραν όμως να την επαναφέρουν στην ζωή . Και από τότε είχε μείνει στάσιμη . Σε κώμα . Μισή στη ζωή μισή στο θάνατο . Με εκείνον να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να την βοηθήσει . Και αυτό τον τρέλανε .
Την κοίταξε χαμογελώντας θλιμμένα . Ακόμη και έτσι ήταν τόσο όμορφη . Η Βεατρίκη του .
«Ξύπνησε αγάπη μου . Σε χρειάζομαι . Δνε μπορώ χωρίς εσένα . Κανένας δεν μπορεί . Όλοι σε περιμένουμε . Ο Πατέρας σου , ο αδερφός σου η κόρη μας . Σου έχει κάνει ένα σωρό ζωγραφιές ξέρεις . Πρέπει να τις δεις .» Προσπάθησε να γελάσει . Της μιλούσε κάθε μέρα . Ένιωθε πως μπορούσε να τον ακούσει . Πως κάποια στιγμή θα αντιδρούσε .
Δίχως να το περιμένει , το δάχτυλο της κινήθηκε . Αβέβαιος εάν είχε πράγματι δει καλά ή εάν η αϋπνία του προκαλούσε παραισθήσεις ανοιγοκλείσε βιαστικά τα μάτια του . Άλλη μια κίνηση . Μια μικρή κίνηση στο δάχτυλο της . Ήταν αρκετή για να τον κάνει να πεταχτεί από τη θέση του χαρούμενος και να τηβ πλησιάσει .
Ένιωθε να τρέμει . Δεν τόλμησε να τηβ ακουμπήσει , φοβούμενος πως οκά ήταν ένα όνειρο και θα ξυπνούσε εάν το έκανε .
« αγάπη μου ; Βεατρίκη μου με άκους;»
Το δάχτυλο της κινήθηκε ξανά .
Ναι τον άκουγε . Τώρα πιο καθαρά από ποτέ άλλοτε τις τελευταίες μέρες . Το αποπνικτικό λιβάδι γύρω της άρχισε να χάνεται όσο παιρνουσαν τα λεπτά . Τα είχε καταφέρει . Ξυπνούσε . Πίεσε κι άλλο τον εαυτό της . Ήταν ανυπόμονη . Ήθελε να τον αντικρυσει ξανά . Με πολύ κόπο κούνησε και το δεύτερο δάχτυλο ακούγοντας τα γέλια του να γεμίζουν το δωμάτιο .
Ένα δάκρυ του έπεσε πάνω στο δέρμα της κάνοντας την να ανατριχιάσει . Έκλαιγε για εκείνη .
«Το ήξερα πως θα ξυπνουσες . Το ήξερα . Τους το έλεγα πως ήσουν πολύ δυνατή . Πως η δίκη μου αγάπη δεν θα με εγκατέλειπε ποτέ . Δεν με πίστευαν . Κοιτά τώρα . Είχα δίκιο .»
Οι λέξεις έβγαιναν η μια μετά την άλλη απ Ότο στόμα του , δίχως να έχει την δυνατότητα να το ελέγξει . Ήταν τόσο χαρούμενος που δεν έβαζε μπροστά την λογική .
Η Αριάδνη έβαλε όλη της τη δύναμη για να ανοίξει τα βλέφαρα της . Το ξαφνικό φως τηβ έκανε να τα κλείσει σχεδόν αμέσως , ανοίγοντας τα την επόμενη φορά λίγο πιο διστακτικά . Στην αρχή ήταν όλα θολά . Δεν κατάφερνε να διακρίνει τίποτα .
Δεν τα παράτησε ωστόσο . Ανοιγοκλεισε τα βλέφαρα της ξανά και ξανά μέχρι που όλα άρχισαν να μοιάζουν ξεκάθαρα . Πρώτα συνάντησε το λευκό ταβάνι του δωματίου της , και στη συνέχεια τα μηχανήματα που γέμιζαν τον χώρο . Τα σωληνάκια στα χέρια της . Μπορούσε να αισθανθεί τον πόνο σε όλο της το κορμί . Ήταν αβάσταχτος . Ένιωθε ήδη εξαντλημένη . Κι ας μην είχε κάνει τίποτα . Προσπάθησε να εστιάσει σε εκείνον .
Τον έπιασε να την κοιτάζει με προσοχή και φόβο . Λες και έβλεπε τον πιο ακριβό πίνακα καο φοβόταν πως θα τον χαλούσε και μόνο από ένα του βλέμμα. Ήθελε να του χαμογελάσει , όμως το σώμα της ήταν πολύ αδύναμο γι αυτό . Τον κοίταξε για λίγο . Δεν της μιλούσε . Μάλλον από το σοκ . Έπειτα από λίγα λεπτά τον είδε να σηκώνεται όρθιος .
«Θα .. θα φωνάξω τον γιατρό . Μείνε εδώ άρια . Μην κλείσεις τα μάτια σου . Ω ποσό γαμημενα πολύ μου έλειψε να τα κοιτάζω .» Βγήκε έξω και λίγη ώρα αργότερα τον είδε να επιστρέφει μαζί με έναν μεσήλικα άντρα .
Ο γιατρός την πλησίασε και ξεκίνησε να την εξετάζει , ένα ο αλεξ στέκονταν από πίσω του φανερά αγχωμένος . Εάν μπορούσε θα ήθελε να γελάσει . Πρώτη φορά , και μάλλον τελευταία τον έβλεπε να είναι έτσι .
«Αυτό πραγματικά ήταν ένα θαύμα νεαρή μου είσαι πολύ δυνατή .» Η κοπέλα χαμογέλασε αδύναμα . Σκεφτόταν πως είχε πολύ δυνατό κίνητρο για να ξυπνήσει . Τον άντρα δίπλα της πρώτα από όλα .
«Ποτέ θα μπορεί να βγει από εδώ πέρα ;»
« είναι ακόμη αδύναμη . Θα χρειαστεί να μείνει για μια με δυο εβδομάδες ακόμη . Να την παρακολουθούμε .»
Ο αλεξ έσκυψε το κεφάλι του . Ήθελε να την πάρει από αυτό το καταθλιπτικό μέρος όσο πιο γρήγορα γινόταν . Ήθελε οκά αυτά να είναι απλώς δυσάρεστες αναμνήσεις . Ωστόσο καταλάβαινε την επικινδυνότητα της κατάστασης και δεν έφερε αντιρρήσεις .
Παρακολουθούσε τον γιατρό που τηβ εξέταζε ανήσυχος μήπως έβρισκε κάτι .
«Πολύ ωραία λοιπόν . Θέλω να εξετάσω ένα τελευταίο πράγμα . Θυμάσαι πως σε λένε ;»
Η κοπέλα κοίταξε τον γιατρό παραξενεμενη . Πως γινόταν να μην θυμάται ποια ήταν . Φυσικά και το θυμόταν .
Άνοιξε το στόμα της έτοιμη να του απαντήσει . Όμως κοκαλωσε όταν η απάντηση δεν έφτανε στο μυαλό της . Έριξε το βλέμμα της στον άντρας το καθόταν λίγο πιο πίσω . Αναγνώριζε την μορφή του όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του . Και εκείνος την κοιτούσε με αγωνία . Περιμένοντας να ακούσει το όνομα της από το στόμα της .
«Δεν ... δεν θυμάμαι .» Απάντησε τελικά χαμηλόφωνα. Κάθε λέξη την έκανε να μορφαζει από τον πόνο . Ο γιατρός έγνεψε ήρεμος .
«Μην κουράζεσαι άλλο . Θα σου είναι δύσκολο να μιλήσεις για λίγο καιρό . Περίμενα πως θα είχες μια μικρή απώλεια μνήμης . Είναι φυσικό για τα άτομα που ξυπνούν από κώμα . Δεν πρέπει να σε ανησυχεί . Σε λίγες μέρες θα θυμηθείς τα πάντα . Προς το παρόν θα στείλω την νοσοκόμα να σου φέρει κάποια παυσίπονα . Πρέπει να σε πονάνε τα τραύματα σου .»
Αναφώνησε ο γιατρός και βγήκε από το δωμάτιο .
Ο αλεξ είχε παγώσει στη θέση του . Δεν τον θυμόταν . Δεν μπορούσε να το ζήσει ξανά αυτό . Δεν πίστευε πως δεν θα άκουγε το όνομα του από τα χείλη της για ακόμη λίγες μέρες . Η κατάσταση τον τρελαίνει . Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του ξεφυσώντας .
Η Αριάδνη πρακοκουθουσε κάθε κίνηση του . Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει γιατί δεν τον θυμόταν . Ήξερε πως τον έβλεπε στον ύπνο της . Πως για εκείνον ξύπνησε . Πως αυτος της μιλούσε . Ήξερε πως τον αγαπά . Όμως όλα σταματούσαν εκεί . Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να θυμηθεί . Όμως στο τελος ξεφυσιξε Βήχου ας ελαφρός από τον πόνο .
. Ο άντρας ήρθε αμέσως κοντά της χαϊδεύοντσδ τα μαλλιά της . Τα μάτια του , αν και σκούρα έκρυβαν μια ανησυχία . Ήταν λες και την άφηνε επίτηδες να τα διαβάσει . Το άγγιγμα του τηβ ηρεμούσε , άπλωνε μέσα της μια ανεξήγητη γαλήνη .
«Συ..συγνώμη .» Κατάφερε να ψελλίσει .
«Σσς . Μην μιλας . Δεν αντέχω στην ιδέα πως πονάς σε κάθε σου λέξη . Δεν φταις εσυ καρδιά μου. Ο μόνος που φταίει είμαι εγώ . Μόνο εγώ .»
Μουρμούρισε και σηκώθηκε από δίπλα της πλησιάζοντας την πόρτα .
«Πρέπει να πάω να ενημερώσω τον αδερφό σου . Θα χαρεί πολύ να μάθει πως ξύπνησες .»
Του έγνεψε καταφατικά . Θυμόταν πως είχε έναν αδερφό . Καθώς και τα χαρακτηριστικά του . Και πάλι όμως το όνομα του της διέφευγε .

Ο αλεξ έκλεισε ήρεμα την πόρτα πίσω του . Προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα του . Είχε ξυπνήσει . Αυτό ζητούσε τόσες μέρες . Μπορούσε να κάνει υπομονή για οτιδήποτε άλλο . Βρήκε τον γιατρό να μιλάει με τον αδερφό της Αριάδνης λίγο πιο πέρα . Φαινόταν και πι δυο τους προβληματισμένοι .
Δίχως να το σκεφτεί περαιτέρω τους πλησίασε σκεπτικός . Εκείνοι στράφηκαν προς το μέρος του.
«Τι συνέβη;»
«Μην ανησυχείς αλεξ . Δεν έγινε κάτι καινούργιο . Απλώς ρωτούσα τον γιατρό για το ποτέ θα μπορούσαμε να της πούμε ..ξέρεις ..»
Στο μυαλό του επανήλθαν τα πρώτα λόγια του γιατρού όταν είχε βγει από το χειρουργείο .
Μια μαχαίρια είχε στερήσει από την Αριάδνη τηβ ικανότητα να αποκτήσει άλλο παιδί . Υπήρχαν βέβαια ορισμένες ελπίδες . Ήταν όμως πολύ επικίνδυνο για την δίκη της υγεία .
Ξεφυσιξε . Γνώριζε πως εάν το μάθαινε τώρα θα κατέρρεε .
«Δεν ..δεν ξέρω εάν πρέπει να της το πούμε .»
«Αλεξ ... θα το μάθει έτσι κι αλλιώς . Δεν μπορούμε να της το κρύβουμε για πάντα . Καλύτερα να μην νομίζει πως τηβ κοροϊδέψαμε .»
«Ξέρω ... εντάξει . Θα της το πω όμως εγώ . Καλύτερα να θυμώσει μαζί μου . Αφού θυμηθεί πρώτα .»
Οι δυο άλλοι άντρες εγνεψαν καταφατικά . Ο αδερφός της γύρισε προς το μέρος του .
«Μπορώ να την δω ;»
«Ναι φυσικά .. θα καθίσω εδώ για λίγο . Θα σου έχει λείψει .» Του απάντησε . Κατανοούσε πως όλες αυτές τις μέρες είχαν την ίδια αγωνία . Ήταν διατεθημενος να την αποχωριστεί για λίγο .

Το κεφάλαιο ανεβαίνει όσο είμαι στο σχολείο . Φανταστείτε ποσό μάθημα κάνω 😝

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Onde histórias criam vida. Descubra agora