Κεφάλαιο 37

764 42 2
                                    

Ο Δημήτρης είχε Γυμναστική και ο Αντώνης κενό. Ο Αντώνης βγήκε στην αυλή και τον πλησίασε για να του μιλήσει.
Α:Πρέπει να σου πω κάτι, Δημήτρη.
Δ:Τι; Έχει σχέση με τη μαμά;
Α:Όχι. Έχω αδερφή.
Δ:Σοβαρά; Πώς;
Α:Η γιαγιά σου με έκανε με τον πατέρα της.
Δ:Δηλαδή είσαι γιος κάποιου άλλου; Γι'αυτό ο παππούς ο Δημήτρης κατέληξε στο νοσοκομείο;
Α:Ναι.
Δ:Δηλαδή τώρα θα έχω θεία; Θα μου φέρνει και δώρα;
Α:Κανόνισε να πεις κάτι τέτοιο, μπροστά της.
Δ:Καλά, όχι. Πότε θα την γνωρίσω;
Α:Την ξέρεις ήδη.
Δ:Ποια είναι;
Α:Η Αλεξάνδρα, η μαθηματικός.
Δ:Σοβαρά μιλάς; Ούτε σήριαλ να ήμασταν!
Α:Το μεσημέρι θα βγούμε οι 3 μας για φαγητό. Μετά όμως θα πας κανονικά στο Φροντιστήριο. Εντάξει;
Δ:Ναι, εντάξει.
Το μεσημέρι βγήκαν οι 3 τους για φαγητό και κάποιες στιγμές υπήρξε αμηχανία. Πώς να μην υπάρξει, όταν από τη μια στιγμή στην άλλη, για μια ακόμη φορά, ανατρέπεται κάτι που νόμιζες σίγουρο, στη ζωή σου; Τα νέα δεδομένα, πάντα προκαλούν αμηχανία, μέχρι να γίνουν συνήθεια.

Οι ώρες πέρασαν, ο Δημήτρης ήταν στο Φροντιστήριο και η Μαρία στο σπίτι του Αντώνη.
Μ:Δεν έπρεπε να συμφωνήσω να έρθω. Παίζουμε με τη φωτιά. Αν ξαφνικά έρθει η Άννα; Ο Δημήτρης;
Α:Ο Δημήτρης έχει 3 ώρες Φροντιστήριο. Η Άννα πήρε όλα τα πράγματα της και μάλλον κάπου κρύβεται, δε νομίζω να το ρισκάρει. 
Μ:Κάτι της έκανε ο Ορέστης, αλλά τι; Θα πρέπει να γίνω επιτέλους το δεξί του χέρι. Χειρότερη βλακεία δε θα μπορούσε να κάνει η Άννα, από αυτό που έκανε τώρα!
Α:Άσε την Άννα. Ο πατέρας μου, τι κάνει;
Μ:Κάνουν βόλτα με την Τούλα.
Α:Να μου τον προσέχετε, ναι;
Μ:Ναι.
Α:Πόσο τυχερός νιώθω. Έχω εσένα, την Αλεξάνδρα και σε 5,5 μήνες, την μπέμπα.
Η Μαρία τον φίλησε στο στόμα και πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Η Μαρία έδειχνε διστακτική.
Α:Άλλαξα σεντόνια και δεν έχει σημασία, που κάποτε κοιμόμουν με την Άννα. Λάθη του παρελθόντος!
Η κοιλιά της Μαρίας είχε φουσκώσει ελαφρώς. Έκανε ειδικές ασκήσεις, ώστε να διατηρείται σε φόρμα.
Τα ρούχα τους ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Ο Αντώνης της έκανε στοματικό. Έπειτα, του έκανε και εκείνη. Για μια ακόμη φορά, μπήκε μέσα της, προσεκτικά και εκείνη κουνούσε τη λεκάνη της, ώστε να είναι ακόμη εντονότερη η διείσδυση του. Οι ανάσες τους ήταν κοφτές. Η Μαρία τον γρατζουνούσε στην πλάτη. Δεν τον πείραζε καθόλου, αντιθέτως τον έφτιαχνε μέχρι κι αυτό. Γέμισαν μέχρι και πιπιλιές, όπως την πρώτη φορά, που έπρεπε να τις κρύψουν με μπόλικο μέικ-απ, μόνο που δεν τους ένοιαζε πια. Είχαν κουραστεί πλέον, να ζουν χωριστά. Μετά από λίγο, τελείωσαν σχεδόν ταυτόχρονα και φιλιόντουσαν.
Η Μαρία ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του και εκείνος της χάιδευε την κοιλιά.
Α:Πότε θα τελειώσει όλο αυτό, Μαρία; Ως πότε θα ζούμε στα κρυφά, με τον φόβο, ότι κάποιος θα μας καταλάβει;
Μ:Σύντομα, Αντώνη. Ούτε εμένα μου είναι εύκολο, το να είμαι μακριά σου.
Α:Πότε επιστρέφει ο Ορέστης;
Μ:Αύριο.
Α:Μεθαύριο, ξεκινάς στην εταιρεία τους.
Μ:Δε ξέρω, αν θα τον πείσω.
Α:Αφού κι εκείνος, το ίδιο θέλει. Πού να 'ξερε, ότι σκάβει τον λάκκο του!
Μ:Όλα στην ώρα τους, κύριε καθηγητά.
Α:Ναι, το ξέχασα ρε γαμώτο, είσαι ακόμη μαθήτρια μου!
Μ:Χαχα. Το γεύμα σήμερα, πώς πήγε;
Α:Πολύ καλά. Αα! Ο βιολογικός μου πατέρας, μας αφήνει μια περιουσία, που αν την δεχτώ, θα γίνω εκατομμυριούχος.
Μ:Η Αλεξάνδρα, τι σου είπε;
Α:Αν την δεχτώ, η μητέρα της, δεν θα πάρει τίποτα. Και εμείς, μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε, όπως θέλουμε.
Μ:Δε ξέρω, Αντώνη. Νομίζω, πως πρέπει να αποποιηθείς το επίθετο του Δημήτρη και στα χαρτιά πλέον να είσαι ο γιος του Γιάννη και ξέρω πολύ καλά ότι δε το θες αυτό.
Α:Το ξέρω, αλλά δεν θα κρατήσω για τον εαυτό μου, λεφτά, μόνο για την κόρη μας, όταν θα χρειαστεί να καλύψουμε ανάγκες της, όπως τις σπουδές της.
Μ:Όποια κι αν είναι η τελική σου απόφαση, εγώ θα είμαι δίπλα σου.
Α:Το ξέρω ότι είσαι και σ' ευχαριστώ." της είπε και τη φίλησε στο στόμα. Η Μαρία κοίταξε το κινητό της και είδε την ώρα.
Μ:Ωχ! Ώρα να πηγαίνω. Υποτίθεται ότι είμαι μαζί με την Τούλα και τον Δημήτρη. Θα τους συναντήσω στο πάρκο. Τα λέμε αύριο, κύριε καθηγητά.
Α:Ναι, Μαρία.
Η Μαρία ντύθηκε και έφυγε από την πίσω πόρτα.
Μέσα σε ένα πεντάλεπτο έφτασε στο πάρκο.
Μ:Πώς ήταν η βόλτα σας;
Δ:Καλή. Μαρία, γνωρίζεις τον Αντώνη;
Μ:Ναι, φυσικά.
Δ:Από πού;
Μ:Είναι καθηγητής μου. Γιατί μου τα ρωτάτε αυτά;
Δ:Γιατί δε μπορώ να καταλάβω, γιατί με φροντίζουν δύο άσχετες!
Μ:Ε όχι και άσχετη!
Τ:Μαρία μου, τι είναι αυτά πού λες;
Μ:Η κυρία Τούλα, πήγε στο νοσοκομείο για κάτι εξετάσεις και είχε αναγνωρίσει τον κύριο Αντώνη, από μια άλλη φορά που τον συναντήσαμε στον δρόμο και συζητούσαν και της είπε για εσάς και προσφερθήκαμε να σας βοηθήσουμε. Καταλάβατε;
Δ:Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πάντως, κάπως ξεχνιέμαι. Η Τούλα είναι ευχάριστη παρέα.
Μ:Χαίρομαι. Πάμε; Πεινάω.
Τ:Ναι.

Τρίτη
Ο Κωνσταντίνος απέφευγε την Αλεξάνδρα και απλώς ήλπιζε ότι θα ερχόταν το μεσημέρι στη διεύθυνση που της έγραψε. Η Αλεξάνδρα είχε τεράστιο άγχος, για ποιον λόγο θα έπρεπε να πάει εκεί. Οι ώρες μέχρι το μεσημέρι, της φάνηκαν αιώνες. Επιτέλους, ήρθε η ώρα. Σε λίγο θα ήταν εκεί.

Σ:Μπαμπά, ποιον περιμένουμε, θα μας πεις;
Ζ:Την ίδια ακριβώς απορία, έχω κι εγώ.
Κ:Σε λίγο θα μάθετε.
Ο Κωνσταντίνος έπαιρνε βαθιές ανάσες. Όλο αυτό που θα έκανε σε λίγη ώρα, ήθελε πολύ κουράγιο και δεν ήταν σίγουρος πως το διέθετε. Έπρεπε όμως να το κάνει.

Η Αλεξάνδρα έφτασε στη διεύθυνση και χτύπησε το κουδούνι. Της άνοιξε μια κοπελίτσα, γύρω στα 20, η οποία της θύμιζε τόσο πολύ τον εαυτό της, στην ηλικία της. Μόνο που εκείνη τότε, δεν ήταν χαρούμενη.
Σ:Εσύ λογικά θα είσαι αυτή που περιμένουμε. Είμαι η Σοφία. Έλα, πέρνα.
Αλ:Γεια σου, Σοφία. Εγώ είμαι η Αλέξανδρα. Είσαι σίγουρη ότι περιμένετε εμένα;
Σ:Ναι.
Η Αλεξάνδρα πέρασε στο σαλόνι και είδε τον Κωνσταντίνο να είναι όρθιος και τη γυναίκα του, μαζί με τη Σοφία, να κάθονται στον καναπέ.
Ζ:Καλωσήρθες. Εγώ είμαι η Ζωή, η συζυγός του. Εσύ;
Αλ:Είμαι η Αλέξανδρα. Με κοροϊδεύεις, Κωνσταντίνε; Γιατί με έφερες εδώ;
Κ:Σας μάζεψα και τις 3 εδώ, γιατί υπάρχουν πράγματα που δε τα ξέρετε και πρέπει επιτέλους να τα μάθετε.

ΈνοχοιDove le storie prendono vita. Scoprilo ora