Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό και ήσυχο χωριό. Γύρω του τα πάντα όμορφα και γαλήνια. Οι κάτοικοι του καλόκαρδη και ευγενικοί το μέρος ονειρικό. Παντού άκουγες τραγούδια γέλια και χαρούμενες φωνές. Γύρω του ένα υπέροχο πυκνό δάσος που όμοιο του δεν έχει δει ανθρώπινο μάτι. Τα δέντρα δημιουργουσαν μεταξύ τους γέφυρες τα φύλλα ήταν σχεδόν μαύρα το χορτάρι κόκκινο. Οι κάτοικοι ήξεραν πως για κανέναν λόγο δεν πρέπει να περάσουν τα σύνορα του δάσους. Έλεγαν πως μια σκιά ήταν ο άρχοντας του δάσος και πως μεγάλη συμφορά θα βρει εκείνον που θα τόλμησει να πατήσει τα εδάφη του. Στο χωριο εκείνο λοιπον ζούσε ένα κορίτσι ένα κορίτσι διαφορετικό απ τ άλλα. Όλοι στο πέρασμα της έμεναν άναυδοι. Ποτε τους δεν είχαν δει κάτι τόσο ιδιαίτερο. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα με πράσινες έντονες γραμμές μα και τα μάτια της το ίδιο. Ήταν μαύρα με πράσινα έντονα σχέδια. Το δέρμα της κατάλευκο τα χείλη της απαλά ροζ ένα απόκοσμο πλασμα.Οι δικοί της δε ζούσαν, έμενε μόνη της. Ήταν απόμακρη. Το βλέμμα της χαϊδεύε τις κορυφές των δέντρων ώρες ατελείωτες, χάνονταν στις σκέψεις της κοιτώντας εκείνο το σκοτεινό δάσος.Ποσο λαχταρουσε να πατήσει το Κοκκινο χορτάρι με γυμνά τα πόδια και να χαθεί στα βάθη του. Δε τη τρόμαζε ποτέ κάτι ήθελε να ανακαλύψει κάθε τη αλλιώτικο, άγνωστο και ίσως επικίνδυνο να ακολουθήσει μονοπάτια που κάνεις δεν τόλμησε ως τότε. Όλα αυτά μέχρι εκείνη τη νύχτα. Όταν εμφανίζονταν το πρώτο αστέρι όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν για ύπνο. Το κορίτσι όμως παρέμενε ξύπνιο. Κοιτούσε τ αστέρια και αποφάσισε να σηκωθεί. Άνοιξε τη πόρτα της αθόρυβα και προχώρησε αργά προς τα πρώτα δέντρα. Ήξερε πως αν το έκανε δεν θα υπήρχε γυρισμός. Το βήμα της ψίθυρος στ καλοκαιρινό αεράκι. Μετά από λίγο έφτασε τα σύνορα. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα μα δεν ένιωθε φόβο. Γονάτισε και ακούμπησε τα χέρια της στο κόκκινο χορτάρι. Έντονος αέρας ερχόταν προς το μερος της μα δε την ένοιαζε. Έκλεισε τα μάτια. Κάτι χαιδεψε τα δάχτυλα της και άκουσε μια σιγανή φωνή να της ψιθυρίζει (γιατί μικρούλα μου δε κοιμάσαι;) εκείνη τότε άνοιξε τα μάτια της και η σκιά του δάσους κοίταξε το κορίτσι. Η σκιά ένιωσε, καταλαβε, γονάτισε δίπλα της και ακούμπησε απαλά τους κροτάφους της. Εκείνη τη στιγμή ολόκληρο το χωριό έπεσε σε βάθη ύπνο. Η γη έτρεμε. Τα σύνορα έπαψαν να υπάρχουν και δυνάμεις σκοτεινές απλώθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η σκιά φώναξε με βροντερή φωνή το όνομά του κοριτσιού και τα παντα ξεκίνησαν τότε.
YOU ARE READING
Σκοτεινό παραμύθι#GR contest (#JJASC19) #Starterliste 2019#TYS 2019
ParanormalΜια φορά και ένα καιρό....... Έτσι δεν ξεκινάνε τα παραμύθια;