19: Φωτιά

231 29 38
                                    

Γύρω στις τρεις άκουσα έναν περίεργο ηχο. Σηκώθηκα από το κρεβατι. Έτρεξα στο παράθυρο. Κοίταξα κάτω και ειδα μια σκιά.

Άντε να τελειώνουμε

Πήρα το ντουφέκι του μπαμπά πριν μπω. Στα βουνά επιτρέπεται να έχουμε γιατί μπορεί να επιτεθεί αρκούδα.

Βγήκα έξω. Τότε θυμήθηκα πως δεν φοραγα μπουφαν. Πήγα να μπω παλι μεσα αλλά η πόρτα είχε κλειδώσει.

Τέλεια θα αρρωστήσω και από πάνω....που έχεις το μυαλό σου Μαρκους;

Εμφανίστηκε μπροστά μου η κοπελα....η Σκύλλα....

Με κοίταξε με το γεμάτο αίματα πρόσωπο της.

Δεν θα το χρειαστείς αυτό

Την άκουσα μεσα στο μυαλό μου. Έδειξε το ντουφέκι.

Ποτε δεν ξέρεις!

Απάντησα.

Εκεί που θα πας δεν χρειάζεσαι τίποτα. Ούτε καν μπουφαν.

Για κάποιο λόγο αφησα το ντουφέκι να πέσει.

Άρχισα να πλησιάζω.

Ξαφνικά αυτή κοίταξε δίπλα της στα απομεινάρια της φωτιάς μας.

Μια σπίθα επεσε πάνω στα ξύλα και η φωτιά άναψε χωρίς κανεναν θόρυβο.

Τότε πηγε από πισω από την φωτιά.

Έλα μαζί μου.....

Όχι μαρκους....μην πλησιάζεις....σκέψου την οικογένεια σου...

Αλλά έλεγε το μυαλό μου αλλά άλλα έκανα εγώ.

Τέντωσε το χερι της. Είχα πλησιάσει τόσο πολυ που μόνο οι φλόγες μας χώριζαν.

Δώσε μου το χερι σου Μαρκους και έλα να ζήσουμε μαζί.

Ετοιμάστηκα να ακουμπήσω το χερι της.

Μετά ότι έγινε δεν το καταλαβα.
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Γύρισα πισω και ειδα τον Μαρτινους με το ντουφέκι.

Τ- ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΕΚΕΙ!!

Το πρόσωπο της Σκυλλας παραμορφώθηκε από θυμό. Άρχισε να ουρλιάζει.

Κι όμως την πέτυχε. Ήταν άνθρωπος αυτό το πραγμα; Έτρεχε αιμα εκεί που την πέτυχε.

Ήρθε δίπλα μου και με έπιασε από τον λαιμό.

Ασε κάτω το ντουφέκι αλλιώς δεν θα τον ξαναδείς.

Ένιωθα την ζέστη της φωτιάς να με εμποδίζει να πάρω ανάσα. Ο Μαρτινους δεν ήξερε τι να κανει.

Έτσι και αλλιώς θα πέθαινε κάποιος....

Η φωτιά πεταξε σπίθες και έγινε μεγαλυτερη.

Δεν θα περιμένω για πολυ...

Κάτι πρέπει να κάνω!

3....

Θα μας σκοτώσει και τους δυο....

2....

1.....

Πρώτου προλάβει να πει καλά καλά το ένα....της πάτησα το πόδι. Ήταν πιο κοντη αλλά δυνατότερη. Υπέκυψε στον πόνο και ούρλιαξε. Την έσπρωξα με δύναμη και επεσε μεσα στην φωτιά.

Ούρλιαζε χωρίς σταματημό. Η μόνη εξήγηση είναι πως μόνο εμείς την βλέπουμε αλλιώς θα είχαν ξυπνήσει όλοι οι άλλοι.

Ο Μαρτινους ήρθε δίπλα μου. Απομακρυνθήκαμε.

Η κοπελα άρχισε να λιώνει. Ο καπνός έβγαινε κατάμαυρος.

Μόλις έλιωσε εντελώς, εσβησε η φωτιά και έμειναν μόνο οι στάχτες της.

The ghost-girl (completed)Where stories live. Discover now