Μεγάλες Αποφάσεις-Μεγάλες Θυσίες

14 3 0
                                    

Ντάνιελ

Σήκωσα ξαφνιασμένος το τηλέφωνό, μιας και ο αριθμός που με καλούσε ήταν άγνωστος.
- Παρακαλώ;
- Καλημέρα, είστε ο Ντάνιελ Ντίγκορι;
- Μάλιστα.
- Ωραία. Το όνομά μου είναι Μπράιαν Μεϊ και είμαι ο μάνατζερ της εθνικής Αγγλίας. Θυμάστε ότι πριν από μερικούς μήνες επιλεχθήκατε για την εθνική ομάδα. Οι προπονήσεις ξεκινούν σε μια εβδομάδα στο Λίβερπουλ. Θα σας δω εκεί. Ευχαριστώ για τον χρόνο σας.
- Εννοείται. Θα σας δω εκεί.
Δεν ήξερα τι να πω. Ήξερα ότι θα με καλούσαν, αλλά δεν περίμενα να γίνει τόσο σύντομα. Κανονικά θα έπρεπε να πετούσα από τη χαρά μου, αλλά δεν ένιωθα έτσι. Στο Λίβερπουλ; Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μετακομίσω. Θα έπρεπε να κάνω εντελώς καινούργιες παρέες, θα πήγαινα σε άλλο σχολείο και δεν ξέρω αν θα ήταν εύκολο να προσαρμοστώ. Και η Λιβ; Θα έμενε στο Λονδίνο. Οι διακοπές μας στην Ελλάδα θα τελείωναν έτσι απότομα και δεν είχαν αρχίσει καλά καλά.
- Τι έγινε αγάπη μου;
Με ρώτησε με την γλυκιά της φωνή.
- Ήταν από την εθνική. Με θέλουν την επόμενη εβδομάδα για προπόνηση στο Λίβερπουλ. Συγγνώμη αγάπη μου που θα τελειώσουν οι διακοπές μας αλλά...
- Είσαι σοβαρός; Αυτό είναι ακόμα καλύτερο από τις διακοπές.
Τι; Νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά. Όταν ήμουν με την Μπέλ, για μια εβδομάδα θα έλειπα και με χώρισε. Έλεγε ότι σκεφτόμουν τον εαυτό μου και δεν την υπολόγιζα. Έπρεπε να πάψω να συγκρίνω την Λιβ με την Μπέλ.
- Αλήθεια, το λες αυτό; Σε ευχαριστώ πολύ αγάπη μου. Της είπα και την φίλησα γλυκά.
- Πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μας. Σε πειράζει να φύγουμε αύριο.
- Καθόλου.
Και γύρισε να φύγει.
- Λιβ.
- Ναι;
- Σ' αγαπάω.

Ολίβια

Τον κοίταζα απορημένη. Με αγαπάει. Έτρεξα και τον φίλησα. Με πήρε στα χέρια του και με ανέβασε πάνω. Ξαπλώσαμε μαζί. Ύστερα μας πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησα αμέσως. Δεν είχα ύπνο και αποφάσισα να φτιάξω τις βαλίτσες μας. Κάτι με απασχολούσε όμως. Εννοείται πως χαιρόμουν που θα έπαιζε στην εθνική. Ήταν η ευκαιρία της ζωής του και ήμουν περιφανή για αυτόν. Όμως τι θα γινόταν με εμάς; Εγώ θα έμενα στο Λονδίνο. Μακάρι να μπορούσα να πάω μαζί του. Αλλά απλά δεν γίνεται. Ένιωθα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια μου και έτρεξα στο μπάνιο. Άρχισα να κλαίω. "Αχάριστη. Αχάριστη. Αχάριστη. Πώς μπορείς να κλαίς. Δεν του αξίζεις."σκεφτόμουν.
- Λιβ;
Ωχ. Ξύπνησε ο Ντάνιελ. Δεν πρέπει να με δει έτσι.
- Κάνω μπάνιο.
- Να...έρθω και εγώ;
- Έεε δεν προλαβαίνεις βγαίνω σε λίγο.
- Γαμώτο.
Είπε γελώντας. Τον αγαπώ και δεν θέλω να τον χάσω.
- Ντάνιελ;
- Ναι μάτια μου.
Αλλά δεν έβγαινε η φωνή μου καθόλου. Απλά έπεσα στην αγκαλιά του και τον κράταγα σφιχτά.
- Σε αγαπάω πολύ Ντάνιελ. Δεν θέλω να σε χάσω, σε αγαπώ.
- Λιβ...
- Μην πεις τίποτα. Μην δώσεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις. Απλά... φιλάμε σήμερα.
Επικράτησε σιωπή μέχρι να απαντήσει ο Ντάνιελ.
- Όπως επιθυμείς.

Ντάνιελ

Είχε δίκιο. Δεν ξέρω τι θα αντικρίσω όταν φτάσω στο Λίβερπουλ. Δεν ξέρω πώς θα είναι η ζωή μου εκεί. Και γιατί απλά δεν μπορούσε να είναι στο Λονδίνο οι προπονήσεις; Στο Γουέμπλεϊ; Και η Λιβ τι θα κάνει εδώ; Θα γνωρίσει κάποιον άλλον όσο εγώ θα λείπω. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι θα τη χάσω. Αλλά αυτή η σχέση δεν θα δουλέψει από απόσταση.
- Σήκω Λιβ, φεύγουμε. Είπα με δυνατή φωνή και την πέταξα από τον ύπνο της.
- Εντάξει αγάπη μου, μην φωνάζεις.
- Συγγνώμη. Είπα και την φίλησα.
Στο αεροπλάνο ήταν απόμακρη. Δεν μιλούσε μόνο κοίταζε έξω από το παράθυρο και άκουγε μουσική. Το ήξερα ότι ήταν δύσκολο για εκείνη και για εμένα ήταν, αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ αυτή την ευκαιρία, ούτε η Λιβ θα ήθελε να μην πάω.
Γυρίσαμε στην Αγγλία μέσα στην απόλυτη σιωπή. Περπάτησα την Λιβ μέχρι το σπίτι της και μας υποδέχθηκε η μητέρα της.
- Γειά σου Ντάνιελ. Συγχαρητήρια κιόλας για την επιλογή.
- Ευχαριστώ πολύ Κυρία Κάτερμολ.
- Θες να περάσεις μέσα να φάμε; Έχω φτιάξει πίτσα.
Η Λιβ με κοίταξε σαν να με παρακαλούσε να έρθω μέσα αλλά δεν άντεχα.
- Κάποια άλλη φορά. Ευχαριστώ πολύ πάντως.
Αλλά ήξερα ότι δεν θα υπήρχε άλλη φορά. Έφυγα περπατώντας γρήγορα για το σπίτι μου.
Εκεί με περίμενε ο πατέρας μου. Με φίλησε στο κούτελο, με αγκάλιασε και μου πρότεινε να πάμε μαζί για προπόνηση. Δέχθηκα αμέσως, ντύθηκα και πήγαμε σε ένα μικρό γήπεδο κοντά στο σπίτι μας.
- Πώς πέρασες Ντάνιελ με την κοπέλα σου;
Δεν απάντησα γιατί ήμουν πνιγμένος στις σκέψεις μου και δεν τον άκουσα.
- Ντάνιελ!
Η βροντερή φωνή του πατέρα μου με ξύπνησε από τις σκέψεις μου.
- Ντάνιελ, τι συμβαίνει;
- Θα αποχωριστώ τη Λιβ, μπαμπά. Και αυτό δεν μου αρέσει. Σκέφτομαι να μην πάω.
Με σκυμμένο το βλέμμα κάθισα σε έναν  παλιό πάγκο. Ο πατέρας μου έκατσε δίπλα μου και με πήρε αγκαλιά.
- Άκου, σχέσεις έρχονται και φεύγουν αλλά αυτή η ευκαιρία; Είναι μια στο εκατομμύριο. Και ξέρω ότι αγαπάς την Ολίβια, αλλά ούτε εκείνη θα ήθελε να μείνεις πίσω για χάρη της. Θα νιώθει ενοχές. Πρέπει να πας.
Είχε δίκιο, αλλά...
- Εντάξει. Θα πάω. Να δω αν θα μου αρέσει. Αλλιώς θα γυρίσω.
- Εντάξει αγόρι μου.

Αγάπησα Και Εγώ Κάποτε Where stories live. Discover now