1788 Βενετία
Ήταν αποφασισμένη. Απόλυτα και αμετάκλητα αποφασισμένη να πράξει τη μεγαλύτερη τρέλα στη ζωή της. Κανείς και τίποτε δεν ήταν ικανά να την σταματήσουν.
Οι κυρίες του στενού της κύκλου, κάθονταν γύρω από το μικρό σαλονάκι της, απολαμβάνοντας το εξωτικό τσάι τους και φλυαρούσαν για οτιδήποτε και οποιονδήποτε, προσέχοντας φυσικά να μη ξεφύγουν ούτε στιγμή από τον καθωσπρεπισμό. Η βαρόνη Φραντζέσκα Άλμπιτσι έγνεφε και συμφωνούσε με τις καλεσμένες της, χωρίς να έχει ακούσει στην πραγματικότητα απολύτως τίποτε, νιώθοντας πως αυτό το απόγευμα δεν έλεγε να τελειώσει, ώστε να θέσει το σχέδιό της σε εφαρμογή.
Είχε προμηθευτεί όλα τα απαραίτητα με μεγάλη διακριτικότητα, χωρίς να στερούνται φυσικά ποιότητας και καλού γούστου. Η χρυσοκέντητη μάσκα της ήταν στολισμένη με πούπουλα και κορδέλες που θα μπλέκονταν με το περίτεχνο χτένισμα που θα έκανε. Το κατακόκκινο μεταξωτό φουστάνι με το βαθύ ντεκολτέ, το πλούσιο κέντημα στο μπούστο και στην άκρη του φουστανιού, ήταν ότι πιο τολμηρό είχε φορέσει ποτέ της.
Ασυναίσθητα τα μάτια της έπεσαν στον μουντό γκρι ταφτά που είχε επιλέξει εκείνο το πρωί με την ασορτί γκρι δαντέλα που φαινόταν από το άνοιγμα της πλούσιας φούστας και σκέφτηκε, πως αν και ήταν μια κάποια βελτίωση μετά τα μαύρα που φορούσε αφότου είχε μείνει χήρα, ήθελε να το πετάξει από πάνω της. Ένιωθε το μουντό χρώμα να εισχωρεί στους πόρους της και να της ρουφάει τη ζωή.
Στα εικοσιπέντε της, παραήταν νέα για να θαφτεί ζωντανή, έχοντας σαν μόνη διασκέδαση την εβδομαδιαία συνάθροιση με τον "κύκλο" της, ο οποίος αποτελούνταν από γυναίκες με τα διπλά και τριπλά της χρόνια. Όλες ήταν χήρες και όλες γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο θρηνώντας για έναν σύζυγο που καμιά τους σχεδόν δεν αγάπησε και κάνοντας αγαθοεργίες με τις περιουσίες που είχαν κληρονομήσει.
Η Φραντζέσκα ήταν η πιο νέα και η μόνη που δεν είχε αποκτήσει από τον γάμο της παιδιά. Άπειρα βράδια αναρωτιόταν πως θα ήταν η ζωή της αν είχε καταφέρει να χαρίσει στην Αντώνιο ένα γιο ή μια κόρη που θα γέμιζε τώρα την άδεια ζωή της και που θα της έδινε νόημα και όραμα για το μέλλον. Μα ο άνδρας της ήταν ήδη μεγάλος και ασθενικός όταν παντρεύτηκαν και εκείνη ήταν περισσότερο σύντροφος παρά γυναίκα του.
Είχε αγαπήσει τον Βαρόνο πραγματικά και βαθιά, με μια αφοσίωση που γεννήθηκε μέσα από τον καλοσυνάτο χαρακτήρα, το εύστροφο πνεύμα του και την συναισθηματική γενναιοδωρία του. Ο κόσμος της ωστόσο, που ήταν γεμάτος γέλια και παιχνίδια στην αυλή του πατρικού της στη Μόντενα, άρχισε να συρρικνώνεται σταδιακά, μέχρι που έγινε μια κουκκίδα δίπλα στο νεκροκρέβατο του συζύγου της.
YOU ARE READING
Οι κόρες της Εύας
RomanceΌποιο και να ήταν το όνομά τους, τις ακολουθεί το ίδιο κληροδότημα. Ο σπόρος του έρωτα περιμένει υπομονετικά να ανθίσει, άλλοτε ξαφνικά σαν καταιγίδα, άλλοτε αργά και επώδυνα...