Καλλιόπη

46 6 4
                                    

Καλλιόπη, επική ποίηση.


Σπαραγμός.

Η μητέρα έκλαιγε γοερά πάνω από το θανατωμένο κουφάρι ενός ατόμου που κάποτε ήταν ο γιος της. Τα δάκρυά της έρεαν στα μαυρισμένα της μάγουλα, δημιουργώντας γραμμές καθαρού δέρματος, δέρματος του οποίου θα προτιμούσε να της καεί ολοσχερώς παρά να ζει αυτό που ζούσε τότε.

Το παιδί της είχε σκοτωθεί και δεν θα γυρνούσε ποτέ πίσω.

Εμφύλιος.

"Μάνα, μην τον κλαις."

Η μόνη του απάντηση ήταν οι ώμοι της μητέρας του που ανεβοκατέβαιναν όσο εκείνη έκλαιγε και ξαναέκλαιγε άηχα.

Μάταια πρώτιστα η καημένη ούρλιαζε και προσπαθούσε  να σταματήσει την αιμορραγία στο στήθος του παιδιού-του δικού της παιδιού, του παιδιού που ήταν λαβωμένο και που σιγά σιγά παραδιδόταν στο κρύο και στην ανυπαρξία.

"Είναι εντάξει, μάνα," προσπάθησε να της πει εκείνος, μα η φωνή του έβγαινε πιο πολύ σαν ένας σπασμένος ψίθυρος, καθώς τα χείλη του ήταν γεμάτα αίμα. Τα μάτια του είχαν τόση αγάπη μέσα τους, τόση κατανόηση και απλά τόση ζωή  που απλά η μητέρα  ούρλιαζε να την βοηθήσει κάποιος, να κάνει κάτι, να σωθεί ο γιος της.

Πίεζε τα χέρια της πάνω στην πληγή, πιστεύοντας ψευδώς πως αυτό θα ήταν αρκετό για τώρα-αρκετό μέχρι να έρθει κάποιος για βοήθεια.

Μα δεν ερχόταν κανείς. Κανένας δεν έσπευδε να βοηθήσει το παιδί της, ούτε καν η φιγούρα στην γωνία της αυλής. Απλά στεκόταν όρθια, αγέρωχη και τα μάτια της ήταν παγερά.

"Μαμά, μαμά σταμάτα."

"Πώς θες να σταματήσω;" Ούρλιαξε εκείνη απεγνωσμένη.

"Μαμά, πεθαίνω και αυτό είναι εντάξει."

"Όχι, όχι..." ψιθύριζε εκείνη, βγάζοντας το μάλλινο κασκόλ της και τυλίγοντας το γύρω από το στήθος του παιδιού της σφιχτά ώστε να σταματήσει την πορεία του θανάτου.

"Συγγνώμη που θα πρέπει να θάψεις εσύ εμένα και όχι εγώ εσένα... Κανονικά δεν..." ο νέος έβηξε και πετάχτηκε αίμα το οποίο μούσκεψε το πρόσωπο της μητέρας του.

"...πρέπει να συμβαίνει έτσι..."

"Όχι, μη... Είμαι η μάνα σου, δεν μπορείς να με αφήσεις έτσι! Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που μας χτύπησε ο πόλεμος, αυτή η πανούκλα!"

"Πεθαίνω για το τι πιστεύω, υπάρχει πιο ωραίος τρόπος να φύγει κανείς;"

Η μητέρα μπορούσε απλά να κοιτάει ενώ η ζωή έφευγε από τα μάτια του παιδιού της, το σώμα του κρύωνε και η καρδιά της γινόταν χίλια κομμάτια.

"Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που πιστέψαμε σε οτιδήποτε..."

Μα τώρα, μετά τα λόγια του άλλου γιου της, την προσταγή να μην θρηνήσει το νεκρό της αγόρι η μάνα δεν είχε άλλη δύναμη ούτε να αντιδράσει. Απλά τον κρατούσε, τον κρατούσε στα χέρια της και απλά έκλαιγε για ώρες, μέχρι που δεν είχε άλλα δάκρυα να δώσει και το κρύο χιόνι είχε μουδιάσει το σώμα της.

"Θα τον πετάξω στο ποτάμι."

"Όχι!" Ούρλιαξε η γυναίκα. "Θα τον θάψω εγώ. Εγώ, η μάνα του. Εγώ που δεν σας δίδαξα καλύτερα και σας άφησα να σκοτώσετε ο ένας τον άλλον, εγώ που στέρησα την ζωή του ενός και έκανα τον άλλον αδελφοκτόνο. Φύγε, αυτό το φορτίο είναι δικό μου."

Ο γιος δεν ένιωσε καμία ντροπή, καμία μετάνοια στα λόγια της γυναίκας. Απλά κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και την άφησε να κάνει αυτή την τελευταία πράξη. Ήταν απλά μία μάνα που ήθελε να θάψει τον γιο της, ήταν απλά μάνα ενός άλλου και το δολοφονημένο παιδί ένας ξένος.

Αυτό ήταν από πάντα ένα δράμα προσωπικό, γιατί ο φονιάς ήμουν εγώ. Η τραγωδία αυτή είχε γραφτεί από εμένα και τον αδερφό μου με το δικό του αίμα. Στην τραγωδία αυτή επιβίωσα μόνο εγώ, μα όταν συνήλθα από την υπεροψία και μέθη μου η ενοχή με κατατρώει ζωντανό.

Απέκτησα ξανά συναισθήματα αγάπης και έκανα πέρα το μίσος όταν η μάνα μου αυτοκτόνησε.

'Ισως τελικά ο κόσμος να ανήκει μόνο στους δυνατούς. Θεοποιήσαμε κυριολεκτικά το τίποτα και επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να πεθάνουμε για δανεικά ιδανικά. Ως πρώην υπέρμαχος του εμφυλίου, σας κάνω έκκληση να μην υποκύψετε στα ψέματα. Στο τέλος της ημέρας καμία ιδέα, καμία πολιτική άποψη δεν αξίζει την ζωή σας, τα δάκρυα της μάνας σας και την ευθύνη για τον θάνατο των αγαπημένων σας προσώπων.

Είναι αστείο το πως μερικοί από εμάς πολεμήσαμε. κάνοντας επανάσταση σε ένα καθεστώς, μόνο για να εγκαθιδρύσουμε ακόμη μία τυραννία εν αγνοία μας.

Ο άντρας τελείωσε να εξιστορεί την ιστορία του, και με πολλά δάκρυα και πόνο πριν μπορέσει να αντιδράσει σκοτώθηκε από τους πολιτικούς συμμάχους του.

"Κοίτα εδώ τι γράφει!" Γέλασε ειρωνικά ένας από τους άνδρες που του έστησαν ενέδρα. Ο καπνός από το πούρο του-πού βρήκε τα πούρα σε τέτοιους ταραγμένους καιρούς;- συνόδευε το γέλιο του. Το πιστόλι του είχε χτυπήσει τον προδότη στην καρδιά, εκεί που κι εκείνος είχε πυροβολήσει τον ίδιο του τον αδερφό.

"Από την άλλη, με λίγες διορθώσεις θα γίνεις ο τέλειος μάρτυρας πολέμου, φίλε μου. Διότι σε σκότωσαν αυτοί που μισούσες, η παράταξη του αδερφού σου, αυτοί οι αισχροί."

Τα λόγια του συγγραφέα διαστρεβλώθηκαν μια για πάντα και ο ίδιος έγινε πηγή αστείρευτου μίσους για τους Άλλους, λόγος εκδίκησης.

ΆλγοςWhere stories live. Discover now