Την επομένη το πρωί, το σώμα της το ένιωθε πιασμένο. Σήκωσε το κεφάλι της αργά και κοίταξε γύρω της. Την είχε πάρει ο ύπνος στο διπλανό δωμάτιο εξαιτίας της υπερβολικής κούρασης. Μπροστά της ήταν απλωμένα τα σκίτσα της προηγούμενης μέρας, μα όταν τα κοίταξε, έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της. Στο σκίτσο απεικονιζόταν μία φρικτή μορφή, μία παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη φιγούρα του εαυτού της. Δεν ήξερε, ή μάλλον δεν έβρισκε λόγια για να το περιγράψει. Θυμόταν πως το προηγούμενο βράδυ είχε προσπαθήσει να απεικονίσει στο χαρτί εκείνη και την Σοφί, μονάχα που τώρα μπροστά της δέσποζαν δύο παραμορφωμένες κοπέλες.
«Ελοντί, καλημέρα. Εδώ κοιμήθηκες;» άκουσε την αγουροξυπνημένη φωνή του Πιέρ και η πρώτη της δουλειά, ήταν να κρύψει τα σκίτσα.
«Ήμουν πολύ κουρασμένη και όπως ήρθα για να ζωγραφίσω εξαιτίας της υπερέντασης, φαίνεται πως με πήρε ο ύπνος εδώ» δικαιολογήθηκε παλεύοντας να κρύψει ένα τρέμουλο στην φωνή της.
Ο Πιέρ στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο, με τα καστανά μαλλιά του ανακατεμένα. Πλησιάζοντάς την άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της και ξεκίνησαν να ετοιμάζονται για τις νέες τους δουλειές. Κρυφά από εκείνον, η Ελοντί έσκισε σε χιλιάδες κομμάτια το σκίτσο και μπήκε κατευθείαν για μπάνιο, με τον Πιέρ να την συνοδεύει μιας και ήταν η αγαπημένη του στιγμή. Οι δυο τους γυμνοί, με χιλιάδες αρώματα γύρω τους, ξεκίνησαν να χαϊδεύουν ο ένας το σώμα του άλλου ερωτικά. Τα μακριά δάχτυλα του Πιέρ πέρασαν επιδέξια ανάμεσα από τα βρεγμένα μαλλιά της Ελοντί, αφήνοντας ταυτόχρονα φιλιά στον υγρό λαιμό της. Άξαφνα ωστόσο, αποτραβήχτηκε, με την κοπέλα να τον κοιτάζει με απορία, όταν τα μάτια της στράφηκαν προς τον πάτο της μπανιέρας και στο νερό που είχε ένα παράξενο, άλικο χρώμα.
«Πιέρ τι είναι...»πήγε να ρωτήσει όταν ένιωσε μέσα από τον θολό καθρέφτη του απέναντι τοίχου, μια σκιά να διασχίζει τον διάδρομο και να χάνεται.
Ο νεαρός πετάχτηκε έξω και χτύπησε ελαφρώς την βρύση της μπανιέρας με το νερό να επανέρχεται αμέσως.
«Ίσως λόγω παλαιότητας να έχουν θέμα τα υδραυλικά του σπιτιού. Μπορούμε να φωνάξουμε κάποιον να το δει» της είπε ελαφρώς μαγκωμένα.
«Είδες μήπως κάτι να κινείται;» τον ρώτησε ντροπαλά.
«Η αλήθεια είχα την προσοχή μου στραμμένη στη βρύση. Είδες εσύ κάτι;» την ρώτησε εκείνος τώρα.
BẠN ĐANG ĐỌC
Αόρατο Πρόσωπο
Bí ẩn / Giật gânΣε ένα ρομαντικό χωριό της Προβηγκίας, το Λουρμαρέν,μετακομίζει ένα νεο ζευγάρι σε ένα πανέμορφο μεσαιωνικό σπίτι. Γύρω του, πλανάται μία ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Η ζωή των νέων ιδιοκτητών θα αλλάξει για πάν...