Ζώντας στην αφάνεια/ part 2

237 68 65
                                    

Καθώς ο καιρός ήταν πολύ γλυκός στο Λουρμαρέν, ο τουρισμός ήταν ιδιαίτερα ανεβασμένος. Στο ξενοδοχείο καταφθάνανε ζευγάρια, άλλοτε μόνα τους και άλλοτε μαζί με τα παιδιά τους, ενώ οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα φυσικά για την παράξενη ιστορία που σκέπαζε αυτόν τον μικρό τόπο. Μαζί με την Ζακελίν, δούλευαν δίχως να σηκώνουν κεφάλι, αλλά καθώς είχαν αγοράσει πολλά καλούδια από τον φούρνο, η ώρα περνούσε πολύ πιο ευχάριστα.

Τελευταίος, μπήκε στην υποδοχή ένας νεαρός ιδιαίτερα γυμνασμένος που τον έλεγαν Μάικ και είχε έρθει από το Λονδίνο. Το δέρμα του ήταν σταρένιο και είχε γαλάζια μάτια και τυπικά εγγλέζικα χαρακτηριστικά.

«Δεν ξέρω για εσένα, αλλά εμένα μου έφτιαξε η μέρα. Να σκεφτείς πως ξέχασα ακόμη και το περιστατικό του αιματοβαμμένου μηνύματος στην πόρτα των Ντιμπουά» της είπε η Ζακελίν ωστόσο η Ελοντί την κοίταξε αποδοκιμαστικά. «Εντάξει εσύ έχεις βρει τον άντρα σου, εμείς δικαιούμαστε όμως να κοιτάζουμε. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το απλό κοίταγμα δεν θεωρείται κακό, αν περιορίζεται μονάχα εκεί» πρόφερε σκουντώντας την κοπέλα της οποίας το μυαλό είχε μείνει να αιωρείται κάπου ανάμεσα στους ψιθύρους και στην αιματοβαμμένη επιγραφή.

Η αλήθεια, ο Πιέρ δεν της είχε στείλει κάποιο μήνυμα από το πρωί και είχε αρχίσει να ανησυχεί. Με όσα είχαν συμβεί μέσα στο σπίτι, το μυαλό της έπλαθε περίεργα σενάρια και όλα τους σκοτεινά.

«Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Δεν θα συμβεί τίποτε κακό» άκουσε ξανά την καθησυχαστική φωνή της Ζακελίν και πάλεψε να ακολουθήσει τη συμβουλή της.

Η ώρα ήταν περασμένη και κατάκοπες πλέον αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού. Η Ελοντί μην αντέχοντας να περιμένει άλλο, πήρε τηλέφωνο τον Πιέρ, ο οποίος το σήκωσε τελικά αλλά της μίλησε για λίγο και βιαστικά καθώς είχε δουλειά. Νέες μονοκατοικίες χτίζονταν, βασισμένες στα παλιά καλούπια και εκείνος δεν έπαιρνε ανάσα. Η κοπέλα ωστόσο αισθανόταν άβολα να επιστρέψει μονάχη της διασχίζοντας το στενό, πέτρινο μονοπάτι μέχρι το σπίτι της. Ο ήχος που έκαναν τα τακουνάκια των παπουτσιών της στις υγρές πέτρες, την ανατρίχιαζε. Ωστόσο, πήρε μία βαθιά ανάσα και αποφάσισε πως έπρεπε να φανεί γενναία.

Το λιγοστό φως της λάμπας των δρόμων, ίσα που της έδειχνε το μονοπάτι. Εκείνο το βράδυ είχε αέρα και τα δέντρα που κρέμονταν πάνω από το σπίτι της, έμοιαζαν θαρρείς με εύκαμπτα πτώματα, έτσι όπως λίκνιζαν τα κλαδιά τους. Η Ελοντί πάλεψε να τα προσπεράσει, μα όταν έφτασε στην πόρτα της μπροστά, ένα χέρι της έκλεισε το στόμα της με βία. Ο άντρας, μύριζε έντονα ιδρώτα και πάλεψε να την παρασύρει πίσω από το σπίτι, όπου κρυβόταν στα σκοτάδια μία μικρή λίμνη. Η κοπέλα προσπάθησε να αντισταθεί, όταν άκουσε τον ήχο από φερμουάρ που άνοιγε. Με μία απότομη κίνηση ο άντρας που τόση ώρα της έκλεινε το στόμα, την έριξε δίπλα ακριβώς από την λίμνη, έτοιμος να ασελγήσει στο κορμί της, όταν το είδε. Όταν αντίκρισε για δευτερόλεπτα πίσω από τον άντρα, στην αντανάκλαση του νερού, μία φιγούρα απόκοσμη η οποία τον έκανε να τραπεί σε φυγή μέσα σε δευτερόλεπτα.

Αόρατο ΠρόσωποWhere stories live. Discover now