Ζώντας στην αφάνεια/part 4

243 68 48
                                    

Η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στο Λουρμαρέν ήταν το καταφύγιό του. Μικρή, γοτθικού ρυθμού, ήταν η καρδιά αυτού του τόπου και ησυχαστήριο για όλους τους πιστούς. Ποτέ του δεν πήγαινε όταν έβλεπε κόσμο. Συνήθως, εμφανιζόταν τα βράδια, καλυμμένος με ένα κουρελιασμένο ύφασμα, με το μυστήριο και το σκοτάδι να τον στεφανώνουν. Μονάχα ο ιερέας καταλάβαινε τις στιγμές που ερχόταν και καθόταν στο εσωτερικό του μικρού ναού. Υπήρχαν φορές, που είχε προσπαθήσει να του πιάσει την κουβέντα, να καταλάβει αν εκείνο το πλάσμα ήταν άνθρωπος, ή πνεύμα. Στο τέλος, με τις προσπάθειές του να έχουν καταλήξει στο κενό, έκλεινε την πόρτα του ναού. Εξάλλου, ως δια μαγείας, ο Φιλίπ έβρισκε πάντοτε τον τρόπο να αποδράσει, δίχως να χρειαζόταν να ξεκλειδώσει κάποιος την πόρτα. Ήταν σαν να γνώριζε κάθε γωνιά, κάθε σπίτι και κάθε κτίριο αυτού του τόπου, σαν την παλάμη του χεριού του. Κινούταν πάντοτε αέρινα και αθόρυβα ανάμεσα στους ζωντανούς, δίχως να μπορούν εκείνοι να τον παρατηρήσουν.

Κάθε βράδυ, πρόσμενε τα δώρα των χωριανών. Όποιο σπίτι τον ξεχνούσε, βανδαλιζόταν με άγριο τρόπο. Ωστόσο, εκείνος ο φιλότιμος ιερέας που ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία, δίχως δική του οικογένεια, ένιωθε την καρδιά του να βουλιάζει από θλίψη, κάθε φορά που αισθανόταν την σκιά του Φιλίπ να σέρνεται μονάχη της μέσα στον ναό. Όπως τα υπολόγιζε, θα ήταν περίπου τριάντα χρονών τώρα. Ακόμη θυμόταν εκείνο το φρικτό βράδυ της καύσης της μονοκατοικίας του. Είχε προσευχηθεί στον Θεό για έλεος, καθώς η γιαγιά του νεαρού όσο ζούσε, ερχόταν συχνά στην εκκλησία, πάντοτε φουρτουνιασμένη. Το διάβαζε στον καλύτερο καθρέπτη της ψυχής, που ήταν τα μάτια της. Εκείνα τα όμορφα, κυανά μάτια, τα οποία καθώς του είχε πει και η ίδια, είχε κληρονομήσει ο εγγονός της. Οι γονείς του Φιλίπ, τον είχαν εγκαταλείψει από την πρώτη μέρα που ήρθε στον κόσμο και τον είχαν αφήσει στο κατώφλι της γιαγιάς του, σε εκείνη τη στοιχειωμένη πλέον μονοκατοικία. Η γυναίκα είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με την κόρη της, που ήταν και η μητέρα του παιδιού, ωστόσο το μόνο που βρήκε έξω από την πόρτα της εκτός από το παιδί που κοιμόταν ήσυχο, ήταν ένα γενναίο ποσό για την διατροφή και την φροντίδα του. Από εκείνη τη φορά, η κόρη της και ο γαμπρός της δεν επικοινώνησαν ποτέ ξανά μαζί της.

Την επομένη, είχε έρθει σε επαφή με τον ιερέα παλεύοντας να του εξομολογηθεί το πρόβλημά της. Ήξερε πως το μεγάλωμα του μικρού θα ήταν πολύ δύσκολο, ωστόσο η καρδιά της δεν της επέτρεπε να τον αφήσει να ζήσει μέσα σε κάποιο ίδρυμα.

Αόρατο ΠρόσωποDonde viven las historias. Descúbrelo ahora