Η Σοφία μπήκε στο μικρό βιβλιοπωλείο της κρατώντας στο χέρι της τον καφέ της και ένα πακετάκι με ζεστά κρουσανάκια που μόλις είχε πάρει από το φούρνο δίπλα στο βιβλιοπωλείο της.
Η ώρα ήταν 9 και το μικρό νησί στο οποίο έμενε, ξύπναγε αργά σαν να είχε αφεθεί λίγο παραπάνω στη ζέστη του καλοκαιριού. Το μέρος δεν ήταν ιδιαίτερα τουριστικό αλλά είχε τη σταθερή της πελατεία και δε μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της χωρίς τα αγαπημένα της βιβλία. Η μέρα της ξεκινούσε με την ευωδιά των σελίδων και τους πρωινούς πελάτες της που ερχόντουσαν και για τα χαρτικά που πούλαγε στη μία πλευρά του καταστήματος της. Στο μικρό βοηθητικό δωμάτιο δίπλα στο κεντρικό χώρο υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη στο χρώμα της μέντας που φιλοξενούσε παλιά βιβλία. Βιβλία που της είχαν δώσει, βιβλία που είχε βρει σε σπίτια που αδειαζαν ή βιβλία που οι ιδιοκτήτες τους τα είχαν βαρεθεί και της τα χάριζαν γιατί ήξεραν πόσο θα τα προσέξει.
Πήγε πίσω από το πάγκο της και τσίμπησε ένα γλυκό σοκολατένιο κρουασανάκι. Η σοκολάτα ήταν η αδυναμία της αλλά δυστυχώς αυτή ήταν σκληρή μαζί της και κάθε μπουκίτσα ήταν ακόμη ένα χτύπημα στην ήδη αφράτη σιλουέτα της.
Η Σοφία πάντα ένιωθε άσχημα για τα λίγα παραπάνω κιλά της. Όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη ποτέ δεν έβλεπε τα όμορφα, πράσινα μάτια της που φωτίζονταν χαρούμενα ή τα μακριά, σγουρά μαλλιά της με όμορφο πυρόξανθο χρώμα τους. Όχι, το μόνο που έβλεπε η Σοφία ήταν μια στρουμπουλή εικοσιοχτάχρονη που αγαπούσε το φαγητό και δε μπορούσε να φτιάξει μια σχέση της προκοπής γιατί φοβόταν πως θα την άφηναν λόγω των κιλών της.
Αφού άνοιξε τα φώτα και την ταμειακή, ξεκίνησε να κάνει τις πρωινές δουλειές της δηλαδή να καθαρίζει το κατάστημα και να ταχτοποιεί βιβλία που την προηγούμενη ημέρα ίσως είχαν κοιταχθεί από τους πελάτες αλλά τελικά είχαν μείνει στα ράφια.
Άκουσε το κουδουνάκι που είχε κρεμασμένο στη πόρτα, να χτυπάει κεφάτα και είδε το γνωστό κάστανο κεφάλι της κολλητής της να μπαίνει στο κατάστημα.
Η Δώρα όπου εμφανιζόταν σκορπάγε γύρω της χαμόγελα αισιοδοξίας. Ήταν μια μικροκαμωμένη νεαρή κοπέλα με ίσια μαλλιά κάστανα που προσπαθούσε να τα σγουρήνει μάταια πολλές φορές αλλά η υγρασία του νησιού τη κέρδιζε κάθε φορά κατά κράτος.
"Καλημέρα κρουασανακι μου" της φώναξε κεφάτα και προχώρησε προς το ταμείο.
"Ασε άσε μη μου λες τίποτα, ήδη έφαγα 3 και υποτίθεται θα ξεκινούσα και δίαιτα. Αύριο έχω ραντεβού με αυτόν τον φίλο της Γεωργίας και δε με βλέπω να χάνω ούτε γραμμάριο" γκρίνιαξε αγχωμένα και η Δώρα δε μπόρεσε να γελάσει με το ύφος της φίλης της που ήξερε τόσο καλά.
" Μα γιατί όσα χρόνια σε ξέρω, θέλεις να αδυνατίσεις; Είσαι σαν ένα υπέροχο αφράτο γλυκάκι! Τι τις θες τις δίαιτες; "της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι.
"Ναι δεν το νομίζω. Φοβάμαι πως το αυριανό θα είναι ένα φιάσκο. Αυτός δε με ξέρει καν αλλά η Γεωργία μου τον έδειξε στο Facebook χτες που ήμασταν σπίτι της και ήταν αρκετά εμφανίσιμος. Σιγά μη κοιτάξει εμένα. Μόλις με δει στο εστιατόριο, θα τρέχει να κρυφτεί" σχολίασε στεναχωρημένη καθώς έπιανε ένα αντίτυπο του" Ε. Π. "της" Ζωρζ Σαρη "και το ταχτοποιούσε πίσω στο ράφι με τα παιδικά βιβλία.
" Με τόση αυτοπεποίθηση δεν απορώ. "την ειρωνεύτηκε η Δώρα
Την ήξερε τη Σοφία από το σχολείο, αδερφικές φίλες και πάντα στο ίδιο θρανίο. Και στην Αθήνα που σπούδασαν και οι δύο, πάντα μαζί. Εκείνη δασκάλα, η Σοφία φιλόλογος. Μαζί αποφάσισαν να γυρίσουν στο νησί και τώρα η Σοφία είχε ξανανοίξει το παλιό βιβλιοπωλείο της γιαγιάς της ενώ η Δώρα δούλευε στο φροντιστήριο των γονιών της που ήταν και αυτοί εκπαιδευτικοί.
Λοιπόν έτσι ήταν η Σοφία από μικρή. Πάντα ντροπαλή, φοβισμένη και με χαμηλή αυτοπεποίθηση.. Κοιτούσε πάντα τους λάθος άντρες που τελικά την κοιτουσαν ή τους σωστούς άντρες που δε το έμαθαν ποτέ γιατί δε τόλμησε να τους το πει.
"Θα το δεις" απάντησε πεισμωμένη η Σοφία και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της.
Η Δώρα δεν απάντησε καθόλου και προτίμησε να αλλάξει θέμα.
"Χτες βράδυ βγήκαμε με τα παιδιά στο shine για μπύρα. Σου έστειλα αλλά δεν μου απάντησες.
" Ναι συγγνώμη γι' αυτό. Διάβαζα το "μέσα στα μάτια της",ξέρεις εκείνο το αρλεκιν που ήθελα να μου δανείσει η Γεωργία και είχα αφοσιωθεί εκεί. Μετά ξάπλωσα κιόλας οπότε ξεχάστηκα"
Η Σοφία λάτρευε τα αισθηματικά βιβλία, τα άρλεκιν και τις κομεντί. Της άρεσε το happy end και η αγάπη που δεν έβρισκε στη πραγματικότητα.
Το κουδουνάκι ακούστηκε και πάλι και η καρδιά της Σοφίας χτύπησε δυνατά. Ήξερε πως τέτοια ώρα μόνο ένας μπορούσε να είναι.
"Καλημέρα" χαιρέτησε ο ξανθός νεαρός που μπήκε στο κατάστημα και χαμογέλασε ευγενικά στις δύο γυναίκες.
Τον καλημέρισαν κι εκείνες αλλά η Σοφία δε μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του.
Ψηλός, με σχετικά ανοιχτές πλάτες, καστανόξανθα μαλλιά και μελιά ματιά. Τα χείλη του ήταν ελαφρώς σαρκώδη ενώ το δέρμα του ήταν το λευκό που σιγά σιγά αρχίζει να σκουραίνει από τον καλοκαιρινό, σκληρό ήλιο.
Ερχόταν εδώ και μια εβδομάδα για φωτοτυπίες. Ήταν ο νέος ιδιοκτήτης του μικρού ξενοδοχείου στη παραλία του "Νοτιά" όπως ονομαζόταν. Το ξενοδοχείο " Liopyri" είχε ξεκινήσει να δουλεύει από τον περασμένο Ιούνιο αλλά εδώ και ένα μήνα αντιμετώπιζε τα μικρά πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν σε κάθε νέα επιχείρηση. Ένα από αυτά τα αναπάντεχα ήταν και το θέμα του φωτοτυπικού. Είχε παραγγείλει καινούργιο από την Αθήνα και το περίμενε μέσα στην εβδομάδα. Έτσι της είχε πει χτες όταν της συστήθηκε και της εξήγησε πως ξαφνικά είχε γίνει ταχτικός της πελάτης.
Είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη και είχε αποφασίσει να αναπαλαιώσει το παλιό αρχοντικό της οικογένειας του και να το δουλέψει σαν ξενοδοχείο. Κι έτσι είχε βρεθεί στο δρόμο της Σοφίας.
Έβγαλε τις φωτοτυπίες του, τις χαιρέτησε και πάλι και έφυγε βιαστικά για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο του.
Όταν η πόρτα έκλεισε,η η Σοφία αναστεναξε και σωριάστηκε ταραγμένη στη καρέκλα της.
"Τέτοιοι άντρες υπάρχουν μόνο στα βιβλία" σχολίασε ονειροπόλα.
"Να που έρχονται και στο βιβλιοπωλείο της Σοφίας για να βγάλουν φωτοτυπίες. Όχι και τόσο ρομαντικό" γέλασε η Δώρα πειράζοντας την.
"Ποιον κοροϊδεύω; Τέτοιοι άντρες δεν είναι για μένα..."
"Μπα και για ποιες είναι αυτοί δηλαδή; Για τίποτα εξωγήινες; Γιατί από όσο ξέρω μια χαρά γυναίκα είσαι κι εσύ και με τα τούτα σου και με τα εκείνα σου "προσπάθησε να της δώσει θάρρος η Δώρα αλλά η Σοφία είχε ήδη αφεθεί στην αυτολύπηση.
" Έλα τώρα βρε Δώρα. Ο άνθρωπος είναι μοντέλο... Εμένα θα κοιτάξει; "
" Με αυτό το μυαλό δε πας πουθενά, στο λέω. Τέλος πάντων για πες, ξέρουμε όνομα; "ρώτησε με περιέργεια η Δώρα και η Σοφία χαμογέλασε πονηρά.
"Εννοείται! Μου συστήθηκε χτες. Τον λένε Άρη Στράτου, ξέρεις της παλιάς οικογένειάς του δημάρχου.
"Ωραιο όνομα. Πάντως τι να πω.. Το αγόρι αξίζει της προσοχής σου! Ίσως θα μπορούσες να τον καλέσεις για φαγητό αφού δε ξέρει και τόσο καλά το νησί " πρότεινε η Δώρα αλλά η Σοφία είχε ήδη πεταχτεί πανικόβλητη από τη καρέκλα της.
"Έχεις τρελαθεί; Στο ξαναείπα, τέτοιοι άντρες δεν είναι για γυναίκες σαν εμένα " απάντησε θλιμμένα και έπειτα πήρε άλλο ένα κρουασανάκι από το πακέτο. Τουλάχιστον αυτά δε θα την πλήγωναν ποτέ.(bonjour κορίτσια μου! Ξεκίνησα ακόμη ένα βιβλίο που ελπίζω να σας αρέσει! 💓 Είναι μια ιστορία χαρακτήρων με έρωτα, παλιές ιστορίες και φυσικά μυστικά! Θα χαρώ να μου πείτε τη γνώμη σας και να μου δώσετε το αστεράκι σας αν σας άρεσε το πρώτο κεφάλαιο!)
YOU ARE READING
Τα φτερά του έρωτα
ChickLitΜια ντροπαλή βιβλιοπώλης, ένα παλιό γράμμα και μια ιστορία αγάπης από το παρελθόν που οδηγεί τη πρωταγωνίστρια μας σε μυστικά που δε φανταζόταν αλλά και σε έναν έρωτα που δε περίμενε.