Κεφάλαιο 7

292 37 0
                                    

Έχουν περάσει σχεδόν δύο μέρες που είμαι εδώ μέσα και νιώθω χάλια. Νιώθω πως θα τα βγάλω όλα έξω και όλο το σώμα μου αδύναμο. Δεν μπορώ άλλο θέλω να φύγω από εδώ. Πλησίασα το παράθυρο με τα χίλια ζόρια και είδα πως υπήρχαν σχεδόν τρεις με τέσσερις άντρες έξω, οι οποίοι φορούσαν μαύρα καλοντυμένα κοστούμια,  και γυαλιά ηλίου, καθώς υπήρχε πολύς ήλιος.

Γιαυτό ανακαταυομαι. Από την ζέστη. Αλλά να πεις ότι έφαγα δεν έχω αγγίξει τίποτα. Βασικά δεν έχουν πατήσει το πόδι τους εδώ και δύο μέρες σχεδόν.

Τώρα κατάλαβα πως είναι μεσημέρι. Καθώς έφυγα πλησίασα την πόρτα. Τα πόδια μου ήταν σαν να μην τα ένιωθα.
Άρχιζα να χτυπάω την πόρτα ελπίζοντας πως θα ανοίξει κάποιος. << Ανοίξτε μου, σας παρακαλώ >> είπα με το ζόρι. << Σας παρακαλώ >> ψιθύρισα στο τέλος και έβαλα τα κλάματα ξανά.

Όταν πήγα λίγο πίσω δεν ένιωθα το σώμα μου και το κεφάλι μου άρχιζε να πονάει αφόρητα. Το έπιασα με τα χέρια μου. Δυστυχώς το σώμα μου δεν με είχε κρατήσει και έπεσα κάτω, όπως ούτε και τα μάτια μου. Είχαν κλείσει. Μετά από κει και πέρα δεν θυμόμουν τίποτα.

2ωρες μετά.

Άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν στο κρεβάτι. Στο δωμάτιο που ήμουν κλειδωμένη. Κάτι που με παραξένεψε ήταν πως η πόρτα του δωματίου ήταν ανοιχτή. Χαμογέλασα αμέσως στην αίσθηση πως ήμουν επιτέλους ελεύθερη. Σηκώθηκα πάνω τρέχοντας και βγήκα έξω.

Τι περίεργο. Υπήρχε μόνο ένας μακρύς διάδρομος. Βαθιά στην μέση μια ανοιχτή πόρτα που έβλεπα το έξω. Έτρεχα ελπίζοντας να φύγω από αυτό το μέρος. Αλλά μόλις έφτασα κοντά στην πόρτα έκλεισε με δύναμη.

<< ΌΧΙ>> είπα χάνοντας τις ελπίδες μου. << ΑΝΟΊΞΤΕ ΜΟΥ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΏ. ΣΑΣ ΙΚΕΤΕΎΩ ΠΑΡΑΚΑΛΏ >> χτύπαγα την πόρτα δυνατά με τα χέρια μου, αλλά ματαιος ο κόπος.
Τα δάκρυα μου δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Ακούμπησα την πόρτα με την πλάτη καθώς εκλεγα. Σοριαστηκα κάτω μαζεμένη και αγκαλιαζοντας τα πόδια μου. << Σας παρακαλώ αφήστε με να φύγω >>
Μετά στο διάδρομο επικράτησε το σκοτάδι. Κάνοντας με να φοβάμαι αρκετά.

****

Αναπηδησα από το κρεβάτι που ξαπλώνα. Κρύος ιδρώτας έλουσε όλο μου το σώμα. Θεέ μου ήταν ένας εφιάλτης απλά.

Ανεπνεα γρήγορα και η καρδιά μου ήταν λες και θα έβγαινε από μέσα μου. Για μια στιγμή αντίκρισα το χώρο που βρισκόμουν. Δεν ήμουν στο δωμάτιο εκείνο. Ήμουν σε... Νοσοκομείο. Πως;  Γιατί και ποιος με έφερε εδώ;  πραγματικά δεν θυμάμαι τίποτα πως βρέθηκα εδώ.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ιάσονας σαν κυνηγημένος, μέσα στο δωμάτιο.

<< Τι έγινε άκουσα να φωνάζεις >> ρώτησε. Φαινόταν ανήσυχος. Τι στο καλό έχει πάθει;  Τι περνει μεσιμεριατικα;

Εγώ δεν του απάντησα και απλά ξάπλωσα καλύτερα στο κρεβάτι και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά, προς το παράθυρο γράφοντας τον. Καλά να πάθεις αξεστο γουρούνι.

The Kidnap Onde histórias criam vida. Descubra agora