Κεφάλαιο 20ο

26 3 0
                                    

Δεν έκανα αυτό που υποτίθεται ότι θα έκανα. Ναι, βγήκα από το δωμάτιο λίγα λεπτά μετά την συζήτηση με την Αντζελίκ. Ναι, προχώρησα προς το ισόγειο. Ναι, πήγα προς την μεριά που είναι το σαλόνι. Αλλά στο τέλος δεν κατέληξα να βρω τον Κρις. Ούτε καν προσπάθησα. Απλά πήγα από εκεί για να παρακάμψω την κεντρική είσοδο και βγήκα από το κτήριο του σχολείου και με κατεύθυνση το μόνο μέρος που κανείς δεν θα με έβρισκε με σκοπό να τελειώσω το βιβλίο μου.

Το υποσυνείδητό μου ήδη από την στιγμή που αποφάσισα πως δεν θα τον έψαχνα ξεκίνησε την διαμαρτυρία. Ξέρεις ότι θα το μετανιώσεις...

Αποκλείεται, γέλασα λες και είχε πει κάτι αστείο.

Ξέρεις ότι θα το μετανιώσεις, συνέχισε. Και όταν θα το κάνεις θα είναι αργά. Ξέρεις ότι οι στιγμές δεν γυρνάνε πίσω καλύτερα από τον καθένα, αναστέναξε η φωνούλα μου σαν να ήταν εδώ ζωντανή δίπλα μου με ένα παράπονο.

Μην το κάνεις αυτό..., παρακάλεσα.

Δεν είναι εργασία, Εβελίνα, που βάζεις έναν αστερίσκο και προσθέτεις πράγματα. Αυτή εδώ είναι η ζωή και δεν χωράει παρεμβολές..., με επίπληξε.

Δεν πρόκειται να το μετανιώσω, είπα πεισματικά. Γιατί έχεις δίκιο, είναι πολύ πιο απλό, ολοκλήρωσα προσπαθώντας να πείσω το μικρό κομμάτι του εαυτού μου που υπερασπιζόταν το υποσυνείδητό μου.

Χαμένες συμβουλές, παραπονέθηκε. Τζάμπα ώρα έχασε η Αντζελίκ.

Έχω δικαίωμα να επιλέγω τι θα κάνω, απάντησα αποφασιστικά για άλλη μια φορά.

Είσαι τελείως φυγόπονη, με έβρισε. Με εσένα έχασα όλη την πλάκα που θα έκανα αν πήγαινες βόλτα μαζί του.

Ένας επιπλέον λόγος να μην σε ακούσω, είπα και διέκοψα την συζήτηση με την σκέψη μου αφήνοντας άλλες σκέψεις να πλημμυρίσουν το μυαλό μου.

Μπήκα στο μονοπάτι του δάσους και το ακολούθησα μέχρι να φτάσω στο μικρό ξύλινο κιόσκι κοντά στο ξέφωτο. Ήταν το πιο όμορφο σημείο του σχολείου κατά την γνώμη μου, μετά την βιβλιοθήκη, αλλά ήταν ένα μέρος που δεν θα έβρισκες ποτέ κανέναν. Και αυτό ήταν κρίμα. Μεγάλο. Υπήρχαν μόνο μερικές φορές που κάποιο ζευγάρι μπορεί να καθόταν εκεί αλλά όχι συχνά. Μάλλον πολύ σπάνια.

Σφύριζα έναν σκοπό από κάποιο τραγούδι που μάλλον είχα ακούσει πρόσφατα περνώντας φυτά και λουλούδια που ευωδίαζαν την διαδρομή μου με το μεθυστικό τους άρωμα. Ήταν ακόμα Σεπτέμβρης για αυτό δέντρα και θάμνοι ήταν ανθισμένοι ενώ κάποια αργοπορημένα μπουμπούκια χάριζαν για λίγο καιρό ακόμα ζωντάνια στο τοπίο του σχολείου, που με τον χειμώνα γινόταν τρομακτικό. Μέσα από τα δέντρα ξεπρόβαλε η οβάλ λευκή στέγη από το κιόσκι και προχώρησα προς τα εκεί. Ήταν ένα κυκλικό κτίσμα από λευκή πέτρα που χωρούσε το πολύ δέκα άτομα στο εσωτερικό του. Τρία σκαλιά οδηγούσαν στο εσωτερικό του και το υπόστεγό του στήριζαν περίπου δώδεκα στύλοι που ήταν σχεδόν εξαφανισμένοι από τον κισσό που είχε μεγαλώσει πάνω τους. Όλοι μαζί συνδέονταν από πέτρινα κιγκλιδώματα κατά μήκος.

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora