Κεφάλαιο 23

120 15 2
                                    







Τρεις μέρες μετά.







Η ώρα ήταν 8 το πρωί και όλοι κοιμοντουσαν. Η πόρτα χτύπησε και για να μην ξυπνήσει κανένας αποφάσισα να την ανοίξω εγώ. Έβαλα τα χέρια του Ιάσονα τα οποία με είχαν αγκαλιάσει και τα έβαλα στο κρεβάτι πάνω.
Σηκώθηκα και με γρήγορα αλλά ταυτόχρονα σιγανά βήματα έφτασα μέχρι την πόρτα.



Όταν την άνοιξα ένας άντρας αρκετά ψηλός βρισκόταν μπροστά μου, με μαύρο τζάκετ και μαύρα γυαλιά.
Ήταν ένας από τους άντρες τους πατέρα μου, που πρόσεχε το σπίτι.


<< Κώστα ?>> τον ρώτησα καθώς παραξενευτηκα που ήρθε. Που είναι ο μπαμπάς μου ? Γιατί ήρθε αυτός εδώ ?

<< Ήρθα να μιλήσουμε. Μπορώ ?>> με ρώτησε καθώς μου έδειχνε το χέρι του για να περάσει μέσα αμέσως έκανα στην άκρη.

<< Ναι φυσικά >> μπήκε μέσα και πήγε στο σαλόνι. << Καλύτερα να κάτσεις πρώτα >> είπε και έκατσα στο απέναντι καναπέ για να τον βλέπω. Το ίδιο έκανε και εκείνος.


<< Έγινε κάτι ? Που στο καλό είναι ο μπαμπάς μου ? Γιατί δεν σηκώνε το τηλέφωνο ?>> ερωτήσεις έπεφταν η μία μετά την άλλη από το στόμα μου.



<< Γιαυτό ήρθα να σου μιλήσω και γω.>> ανακοίνωσε. Μέσα στο σαλόνι μπήκε ο Ιάσονας καθώς έτριβε τα μάτια μου.

<< Μαργαρίτα ? Ποιος είσαι εσύ ?>> ρώτησε κατευθείαν.
<< μην ανησυχείς αγάπη μου, είναι ένας από τους άντρες που πρόσεχαν τον πατέρα μου και εμένα. >> τον καθησυχάσα. Ήρθε δίπλα μου και έκατσε.

<< Και τι θες εδώ ?>>ρωτήσε περίεργος.
<< Έχω κάποια σημαντικά νέα για να πω στην Μαργαρίτα, για τον πατέρα της. >> αυτός μου έριξε μια ματιά. Και ο Ιάσονας έπιασε το χέρι μου.


<< Μαργαρίτα, ο πατέρας σου έπαθε εγκεφαλικό, όταν βρισκόταν στο μπάνιο. Το είχαμε πάει στο νοσοκομείο κατευθείαν. >> είπε και τα μάτια μου γουρλωσαν. Άρχιζα να κλαίω κατευθείαν ενώ ο Ιάσονας προσπαθούσε να με ηρεμήσει.


<< Και τώρα είναι καλά ? Πως είναι ? >> ρώτησα καθώς έπιασα την καρδιά μου από τον πόνο.


<< Δεν μπορώ να πω ότι είναι σε καλή κατάσταση. Δεν μπορεί να κουνηθεί, ούτε να μιλήσει. Πρέπει να έρθεις να τον δεις. Ξέρω ότι σίγουρα θα ήθελε να σε δει αυτή την στιγμή >> με τρόμαξαν τα λόγια του και οι λυγμοι μου έβγαιναν. Στην σκέψη ότι μπορεί να έχανα τον πατέρα μου.


<< Πότε έγινε αυτό ?>> μίλησε για μένα ο Ιάσονας. << Χθες το βράδυ. Είχα πάει να δω πως είναι και και άμα χρειάζοταν κάτι και τον είδα πεσμένο στο μπάνιο. Αμέσως τον είχα πάει στο νοσοκομείο με τους άλλους. Πρέπει να έρθεις να τον δεις. >> μου είπε και εγώ εγνεψα.

<< Σε ποιο νοσοκομείο είναι ?>> τον ρώτησα και όταν μου είπε ο Ιάσονας είπε ότι θα με πάει αυτός.

<< Σε παρακαλώ Κώστα. Μπορείς να μείνεις εδώ και να τους προσεχεις ?>> τον παρακαλεσα και αυτός δέχτηκε χωρίς αμφιβολία. Με τον Κώστα ήμουν ποιο πολύ κοντά πάρα με τους άλλους άντρες του πατέρα μου. Όχι ότι δεν μίλαγα με τους άλλους. Απλά με τον Κώστα είμασταν πιο σαν φίλοι και μιλάγαμε άνετα. Ενώ οι άλλοι, μου μίλαγαν με σεβασμό και δεν ήταν τόσο ανοιχτοί τύποι.

Σκούπισα τα δάκρυα μου και αφού ενημέρωσα την γωγω για να μην ανησυχεί. Πήρα την τσάντα μου με προορισμό το νοσοκομείο.

Αχ μπαμπάκα μου μην με αφήσεις και εσύ, σε παρακαλώ. Δεν θα αντέξω τον χαμό σου. Δεν θα είμαι το ίδιο θα νιώθω άδεια χώρις ψυχή και συντροφιά από τους γονείς μου. Αν και η μαμά έφυγε, εσύ ήσουν σε μένα και σαν πατέρας αλλά και σαν την μαμά. Μου θυμίζεις αυτήν και με έκανες να σταθώ στα πόδια μου. Με έκανες να χαμογελασω, μου είπες ότι όσοι άνθρωποι φεύγουν από την ζωή κάποιου είναι επειδή δεν ξέρουν τι πάει να πει οικογένεια. Για αυτό εσύ έμεινες κοντά μου. Όπως και η Γωγω. Που δεν μου είναι συγγενείς, κι ώμος την νιώθω σαν αίμα μου. Την νιώθω οικογένεια μου. Μην με αφήσεις και συ. Σε πάρακαλω. Σε συγχωρώ για όλα μόνο μην φύγεις.



Το κεφάλι πηγενε να τρελαθεί. Τα δάκρυα μου έτρεχαν σαν ποτάμι. Ο Ιάσονας μου έπιασε το χέρι συμπονετικα και έσφιξα δυνατά τα μάτια μου, προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου.

Όλα καλά θα πάνε. Σκεφτόμουν. Αλλά μέσα μου ένιωθα πως κάνω λάθος.

The Kidnap Where stories live. Discover now