Προσπάθησα πολύ να μην σκέφτομαι ότι ίσως μετά την σημερινή μέρα ο Κρις θα με μισήσει. Προσπάθησα σκληρά. Αλλά περισσότερο προσπάθησα να σταματήσω τις σκέψεις που κατέκλυζαν το μυαλό μου. Πόσο πολύ πονούσα, πόσο έτρεμα το βράδυ, πόσο σκληρά ανάγκαζα τον εαυτό μου να μην τον κοιτάζει επίμονα, για να αποτυπώσει κάθε χαρακτηριστικό του, κάθε κίνηση και έκφραση. Δεν τον έχανα, τον άφηνα να ζήσει. Έτσι με έπειθα. Βασικά έτσι έλεγα ότι έκανα. Αλλά δεν άντεξα ούτε μέχρι το μεσημέρι. Είχα κλειστεί δύο φορές στις τουαλέτες κλαίγοντας για έναν άνθρωπο που είχα αφήσει να γίνει τόσα για μένα.
Δεν είχε καταλάβει. Δεν ήθελα κιόλας να το κάνει. Έκρυβα την θλίψη μου κάτω από ένα δανεικό χαμόγελο. Στέγνωνα τα δάκρυα με μια φανταστική παρηγοριά. Αλλά ο πόνος στην καρδιά μεγάλωνε καθώς οι δείκτες του ρολογιού πλησίαζαν όλο και περισσότερο απειλητικά το βράδυ. Και μετά κενό. Σαν να μην υπήρχε χτύπος. Κάθε φορά που ο μεγάλος ολοκλήρωνε τον κύκλο του, εγώ πέθαινα και όμως αμέσως μάζευα τα κομμάτια μου. Για αυτόν... για εμάς, εμάς που πεθαίναμε και ας μην το ήξερε.
Τον άφησα, όπως κάθε βράδυ, να με γυρίσει στο δωμάτιό μου. Πρώτη φορά δεν ήθελα να φύγει. Πρώτη φορά καθυστερούσα τόσο πολύ να ανέβω τα σκαλιά. Μα πρώτη φορά ο χρόνος έτρεχε χωρίς να με περιμένει. Το στομάχι μου ήταν ένας κόμπος, ένας γόρδιος δεσμός μπλεγμένος μέσα μου. Δεν είχα φάει τίποτα, αν το έκανα θα λύγιζα. Κρατούσα το χέρι του σφιχτά, λες και αν τον άφηνα θα χανόταν. Η πόρτα μου έμοιαζε πολύ κοντά και το μυαλό μου έφτιαχνε σενάρια ότι όλα ήταν καλά, πως απόψε η Λιγεία θα είχε εξαφανιστεί και δεν θα χρειαζόταν να τον αποχαιρετήσω. Αλλά η ζωή δεν δούλευε έτσι.
Ούτε ο κόσμος.
Ήμασταν αμίλητοι. Όταν φτάσαμε μπροστά από την πόρτα μου έβαλε το χέρι του στο μάγουλό μου και δέχτηκα το άγγιγμα του. Δεν θα το είχα για πολύ. Με κοίταξε στα μάτια. Αν ήξερε μόνο...
«Ξεκουράσου λίγο. Δεν ήσουν και πολύ καλά σήμερα», μου ψιθύρισε και με έβαλε μέσα στην αγκαλιά του, εκεί που άνηκα. Αν ήξερε την ειρωνεία στα λόγια του. Αν ήξερε μόνο...
Έγνεψα απλά πάνω του. «Πώς θα σε αφήσω;» ψέλλισα με ένα δάκρυ να γλείφει το μάγουλό μου. Δεν άκουσε αυτό που είπα. Δεν ήθελα να ακούσει.
Σήκωσε το πηγούνι μου για να τον κοιτάξω στα μάτια και έκρυψα το δάκρυ πίσω από μια τούφα μαλλιών. Τα έκανε στην άκρη και για το καλό μου δεν το παρατήρησε. Τοποθέτησε τα χέρια του στο πρόσωπό μου και ακούμπησε τα χείλη μου. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα και εγώ. Τον φίλησα λέγοντας του όλα αυτά που δεν μπορούσαν να ειπωθούν με λόγια. Αυτό που έκανα, αυτό που ήθελα, αυτά που ένιωθα, αυτά που άφηνα. Τα χείλη μου είχαν το πάθος που φοβόμουν να δώσω σε κάθε άλλο μας φιλί, αλλά τώρα δεν είχε σημασία.
Όμως ο χρόνος στέρευε και αυτός συνέχιζε να με φιλάει σχολαστικά. Με το στόμα του να εξερευνά το δικό μου, ενώ ο χρόνος τελείωνε, ενώ έπρεπε να τον αποχαιρετήσω. Μέχρι που με έκανε να χαθώ. Εκεί στην αγκαλιά του ανάμεσα σε αυτόν και τον τοίχο, ξέχασα για μια στιγμή τα πάντα. Αλλά λίγο. Το ρολόι είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μου και πλησίαζε απειλητικά τα μεσάνυχτα. Μία μέρα... και τελείωνε. Μερικά σιωπηλά δάκρυα κύλησαν και δέχτηκα το τελευταίο του φιλί πριν με αφήσει. Ένα φιλί που αρνιόμουν να εγκαταλείψω, αλλά έπρεπε.
Μπήκα στο δωμάτιο επιτρέποντας στην μάσκα μου να πέσει και το χαμόγελο να σβηστεί· δίνοντας την άδεια στα δάκρυα να με κατακλύσουν την στιγμή που τα βήματα του άρχισαν να αντηχούν στις σκάλες. Τα πόδια μου λύγισαν και έτσι όπως στηριζόμουν στην πόρτα γλίστρησα στο πάτωμα τυλίγοντας το σώμα μου σε ένα κουβάρι. Αυτό ήμουν ένα ανθρώπινο κουβάρι. Με κουβαριασμένα συναισθήματα και όνειρα. Το κουβάρι που η Λιγεία θα έκανε κομμάτια σε λίγο καιρό.
KAMU SEDANG MEMBACA
Ο Τελευταίος Εφιάλτης
RomansaΟι εφιάλτες είναι απλά όνειρα, αποκυήματα της φαντασίας του ανθρώπινου μυαλού. Για την δεκαεφτάχρονη Εβελίνα όμως αυτό δεν ισχύει. Όλα της τα όνειρα είναι επικίνδυνοι εφιάλτες που ζει πραγματικά και τα σημάδια τους είναι εκείνα που το επιβεβαιώνουν...